Λέγε! Ουρλιάζει ο καπετάν Μητρούσης, και η καρδιά του σχίζεται σε κομμάτια...


Ο καπετάν Μητρούσης έδωσε την ζωή του
για την Μακεδονία! Πού να ήξερε...


-Γιώργη, μπορείς να φανταστείς ότι τα χώματα και τα σπίτια της Χαλκιδικής θα έρθει κάποτε η ώρα που θα τα αγοράζουν ή θα τα νοικιάζουν οι σλάβοι, και οι χωριανοί σου θα χαμογελούν ανόητα γιατί κέρδισαν λίγα χρήματα παραπάνω; Κι ούτε που θα συλλογίζονται ότι ξεπουλιέται η πατρίδα! Ο καπετάν Μητρούσης ίσιωσε το κορμί του κι έσφιξε τα άρματά του, μην και του φύγουν από τα χέρια έτσι όπως βάδιζε γοργά μαζί με τον φίλο και συμπολεμιστή του, τον Γεώργιο Γιαγκλή από την Ιερισσό.

          -Λωλάθηκες μωρέ καπετάνιο, τέτοιες μέρες δεν θα γνωρίσει η Χαλκιδική ούτε η Μακεδονία ολόκληρη.

Οι άνθρωποί της είναι συνετοί, δεν κοιτάζουν μόνο το χρήμα. Μόλις λευτερωθούν, θα περηφανέψουν, δεν θα αφήσουν σε καιρό ειρήνης να τους κλέβουν οι εχθροί.

          Δημήτριε Γκογκολάκη, μην κάνεις τέτοιες σκέψεις, μην έχεις τέτοιους φόβους! Τον πρόσταξε, αναφέροντας ολόκληρο το όνομα του συναγωνιστή του που όλοι πια τον ήξεραν και τον αποκαλούσαν καπετάν Μητρούση.

          -Κι εσύ, σαν τον καπετάν Μακούλη, όλο πεσιμισμούς είσαι. Όλα θα πάνε καλά, αργά ή γρήγορα θα λευτερωθεί από τους τούρκους και από τους κομιτατζήδες η Μακεδονία μας, και, είτε ζούμε εμείς, είτε έχουμε σκοτωθεί, οι κληρονόμοι της λευτεριάς θα ξέρουν να φερθούν σωστά, ελεύθερα, ελληνικά…

          -Δηλαδή, υποστηρίζεις ότι δεν θα έρθει οικονομική σκλαβιά, μετά την λευτεριά;

          Απάντηση δεν πρόλαβε να γεννηθεί, μια μικρή ομάδα ανδρών ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση.

          -Είναι δικοί μας, δεν τους βλέπω καλά… Μουρμούρισε ο Γιώργης.

          -Ούτε εγώ τους διακρίνω…

          Κοίταξαν τα μαύρα σύννεφα πάνω από τα κεφάλια τους για μια στιγμή κι έπειτα κίνησαν να πάρουν θέση τέτοια που θα τους έκρυβε από τους ερχόμενους μέχρι να εξακριβώσουν την ταυτότητά τους.

          Βολεύτηκαν όσο γινόταν ανάμεσα στα χαμηλά δέντρα. Έσφιξαν τα όπλα τους. Κρατούσαν τις αναπνοές τους. Με τα βλέμματα αντάλλασσαν μηνύματα. Αν πρέπει να επιτεθούν, θα επιτεθούν, δεν χωρά αμφιβολία. Ξύνουν τα βρώμικα γένια τους. Τα αυτιά είναι τεντωμένα, σε επιφυλακή, είναι εκπαιδευμένα να ακούν τα πάντα…

          Οι φωνές πλησιάζουν. Οι καρδιές τους χτυπούν δυνατά. Ο Γιώργης καταλαβαίνει την αγωνία του καπετάν Μητρούση. Δεν φοβάται το αντάμωμα με τον εχθρό, θα τον νικήσουν, σίγουρα. Όμως, δεν θέλει να χάσει χρόνο, έχει γυναίκα και παιδί που λαχταρά να κλείσει στην μεγάλη αγκαλιά του. Του κάνει νόημα να μην ανησυχεί, θα τους τελειώσουν γρήγορα τους εχθρούς, είτε είναι τούρκοι είτε κομιτατζήδες.

          Οι φωνές είναι πια τόσο κοντά που οι λέξεις διακρίνονται ξεκάθαρα. Είναι λέξεις που στάζουν οδύνη και πόνο. Δεν είναι εχθροί οι άντρες που τους έφθασαν, είναι Έλληνες που φέρνουν τραγικά μαντάτα. Τα μάτια του Γιώργη σκοτεινιάζουν επικίνδυνα. Μα κάνει υπομονή. Περιμένει την αντίδραση του καπετάν Μητρούση. Γύρω τους έχει σηκωθεί σκόνη. Ένας μεγαλόσωμος άντρας από τους νεοφερμένους, στέκει μπροστά στον καπετάνιο. Σκύβει το κεφάλι.

          -Καπετάνιο… ίσα που ακούγεται η φωνή του.

          -Λέγε! Ουρλιάζει ο καπετάν Μητρούσης, και η καρδιά του σχίζεται σε κομμάτια.

          -Οι κομιτατζήδες με τον Τάσκα μπήκαν στο χωριό. Σαν άγριοι λύκοι μπήκαν… Δολοφόνησαν την γυναίκα σου και το παιδί σου. Ο μεγαλόσωμος άνδρας δεν κατάφερε να συγκρατήσει το τρέμουλο των χειλιών του, πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού από αυτά τα χείλη ξεπήδησαν φρικιαστικές λέξεις, μοιραίες.

          Η καρδιά του καπετάνιου ήταν ήδη πεταμένη στα χώματα. Αυτή η κραυγή που ξεχύθηκε από τα σωθικά του και πήγε να συναντήσει τα μαυροσύννεφα δεν έμοιαζε ανθρώπινη. Τα μάτια του γέμισαν αίμα. Το λεβέντικο σώμα του άρχισε να δονείται ανεξέλεγκτα. Λυγμοί τράνταζαν το μυαλό του, καθώς εκεί μέσα άκουσε το μοναχοπαίδι του να κλαίει με όλη την δύναμη της αθώας ψυχής του, φοβισμένο, με φρικτούς πόνους, και στο τέλος νεκρό. Το αγγελούδι του νεκρό. Άκουσε και το μοιρολόι της γυναίκας του, απόκοσμο, αβάσταχτο. Αυτήν, την σκότωσαν δύο φορές. Ποιος άνθρωπος αντέχει τέτοια θλίψη; Τέτοια θλίψη δεν αντέχεται. Ο λογισμός δεν είναι αρκετός για να χωρέσει μέσα του τέτοια απώλεια. Για λίγα στίγματα του χρόνου και του αιώνα της σκλαβιάς, ο καπετάνιος παραδόθηκε στην τρέλα.

          -Το μυαλό μου, δεν είναι δικό μου. Τρελαίνομαι. Η γυναίκα μου. Το παιδί μου. Η ζωή μου ολάκερη δολοφονημένη από τα δειλά σκυλιά.

          Ο γίγαντας έβγαλε τα σωθικά του πάνω στην γη της Μακεδονίας, άφησε πάνω της να στάξουν ο πόνος και η οδύνη. Δυο αθώες ζωές που δεν πρόλαβαν να ανθίσουν και να γευτούν την λευτεριά, δυο πολύτιμες υπάρξεις, η δική του ζωή. Γυναίκα και μοναχοπαίδι.

          Οι άντρες πένθησαν μαζί του, όσο το χρειαζόταν. Κανένα μάτι δεν έμεινε αδάκρυτο, κάθε λογική σαλεύτηκε, ολόκληρη η Μακεδονία ματώθηκε από το τραγικό το νέο. Κι έπειτα ο καπετάν Μητρούσης πετάχτηκε μπροστά, μαζί με τους άντρες του, πληγωμένος, θυμωμένος, εκδικητικός. Δεν σκεφτόταν ότι δεκαετίες αργότερα, κάποιοι Έλληνες της εξουσίας θα τον χαρακτήριζαν εθνικιστή και ακροδεξιό, ούτε πια σκεφτόταν ότι οι μελλοντικές γενιές θα ξεπουλούσαν το έθνος. Γιατί ήξερε πως δεν θα υπήρχε έθνος, δεν θα υπήρχε Μακεδονία, αν δεν σκότωνε τους δολοφόνους της οικογένειας του. Αν του ξέφευγαν, θα σκότωναν κι άλλες οικογένειες, κι ολόκληρη την Μακεδονία.

          -Τα λόγια είναι περιττά. Επί το έργον! Γιώργη, κάμε εσύ το χρέος σου, πήγαινε εκεί που έχει ορισθεί. Εγώ με τους άντρες μου έχουμε πρώτα να ξεκαθαρίσουμε αυτόν τον λογαριασμό, και μετά θα ακολουθήσουν αυτά που έχουν ορισθεί.

          Οι άντρες αποχαιρετίστηκαν. Ο καθένας πήρε τον ορισμένο γι΄ αυτόν κακοτράχαλο και δύσβατο δρόμο που θα οδηγούσε, αργά ή γρήγορα, στην λευτεριά. Την πολυπόθητη λευτεριά, να διωχθούν οι τούρκοι επιτέλους, να διωχθούν και οι κομιτατζήδες, αλλά, επίσης, να σιωπήσουν για πάντα κι εκείνοι οι Έλληνες που είχαν πουλήσει την ψυχή τους στο διάβολο, στην βόλεψη. Για το χρήμα και την εξουσία, πάντα υπήρχαν και Έλληνες προσκυνημένοι, όπως τους χαρακτήρισε ο Κολοκοτρώνης. Δυστυχώς. Όμως, τέτοιους προβληματισμούς δεν τους άφηνε ο καπετάνιος να επηρεάσουν τον δικό του δρόμο, τον ορισμένο που ένα σκοπό είχε: Να εξοντωθεί το κακό, να σκοτωθούν αυτοί που σκότωσαν την οικογένειά του. Οικογένειά του δεν ήταν μόνο η γυναίκα και το παιδί, ήταν όλοι οι Έλληνες που αδικοσφάζονταν από τους εχθρούς, τους φανερούς και τους κρυφούς.

 

          Ο καπετάν Μητρούσης και οι άνδρες του, με τα άρματα στα χέρια και την φλόγα της αποκατάστασης της δικαιοσύνης να καίει στην καρδιά τους, ρίχτηκαν σαν λιοντάρια στην μάχη.

          -Μείνε εκεί κρυμμένος, έρχονται. Κι εσύ! Εσύ έλα μαζί μου! Περιμένετε το σημάδι μου! Δεν μας κατάλαβαν. Ο καπετάνιος με νοήματα και ψιθύρους, σκορπούσε τις διαταγές του.

          -Είναι δειλοί και άμυαλοι. Μόνο βία ξέρουν να χρησιμοποιούν, από στρατηγική, ιδέα δεν έχουν! Θα τους τελειώσουμε γρήγορα!

          -Δίκιο έχεις καπετάνιο, από μυαλό κουκούτσι, οι εχθροί.

          -Γρήγορα να τους ξεκάνουμε, έχουμε κι αλλού να πάμε, μας περιμένουν, η λευτεριά περιμένει και στο παρακάτω χωριό, και στο επόμενο!

          Τα παλικάρια περίμεναν στις θέσεις τους. Το σκοτάδι τους έκανε αθέατους στον εχθρό, μα δεν θα αργούσε να ξημερώσει.

          -Λες να μας πρόδωσε κάποιος, καπετάνιε; Γιατί δεν εμφανίστηκαν ακόμη; Ρώτησε με αγωνία ο κουλουριασμένος στην γη στρατιώτης.

          -Μην χολοσκάς! Ο καπετάνιος του έδωσε μια σφαλιάρα στο σβέρκο.

          -Δεν με εμπιστεύεσαι μωρέ; Καταφθάνουν, το ξέρω! Πρόσθεσε, και έδειξε σε όλους την καρδιά του, γιατί ήταν αυτή που γεννούσε το ένστικτο. Ο εχθρός ήταν κοντά.

          Για λίγο, επικράτησε ησυχία στις κρυψώνες, και κάθε άντρας προσπαθούσε να μην σκέφτεται, τίποτα δεν έπρεπε να σκέφτεται, ούτε να νοιώθει έπρεπε, τίποτα να μην νοιώθει. Οι πολεμιστές υπέρ της πατρίδος και της οικογένειας, την ώρα του καθήκοντος, είναι υπεράνθρωποι. Γιατί έτσι νικούν.

 

          Ο καπετάν Μητρούσης και οι πολεμιστές του δεν άργησαν να βγουν έξω από τον γήινο εαυτό τους, καθώς και από τις κρυψώνες τους. Ο χαροκαμένος πατέρας είχε δίκιο. Πριν διαλυθεί το σκοτάδι της φύσης – μόνο το σκοτάδι της κακίας μένει αδιάλυτο – οι κομιτατζήδες κατέφθασαν, και μπορεί να ήταν καλύτερα από τους Έλληνες οπλισμένοι και πιο πολύ και άγριοι, μα ήταν εγκλωβισμένοι στην γήινη τους υπόσταση. Πώς λοιπόν θα νικούσαν τους υπεράνθρωπους;

          Ο τόπος γέμισε κραυγές, βρισιές, βόλια, σφυρίγματα μαχαιριών, σκόνες, ιδρώτες, αίματα, ψυχές που ξεψυχούσαν… Η μάσκα του θανάτου ήταν απλωμένη στο κομμάτι αυτό της Μακεδονίας που γύρευε την λευτεριά του. 30 κομιτατζήδες σκότωσε ο καπετάν Μητρούσης και τα παλικάρια του. 

Κι έπειτα, τον 21ο αιώνα, τον σκότωσαν Έλληνες... 
Απόσπασμα από το βιβλίο 153+1 μαχαιριές στην καρδιά της Μακεδονίας, στην ψυχή της Ελλάδος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου