Ο Ρήγας Φεραίος αποκαλύπτει στην Κλωθώ τα φρικτά βασανιστήρια των παλικαριών! Το έθνος κλαίει...
«Έγινε τελικά η Επανάσταση;
Όρμησαν τα αδέρφια μας κατά των βάρβαρων τούρκων; Νίκησαν; Πες μου, πες μου!» Αδημονούσε να μάθει, σαν από αυτό να εξαρτιόταν η ζωή που πια δεν είχε! Η Κλωθώ συγκλονίστηκε. «Ναι,
ω ναι! Ακριβέ μου Ρήγα, δεν μπορείς να φανταστείς με πόση γενναιότητα, ανδρεία
κι αυταπάρνηση οι Έλληνες ρίχτηκαν στις μάχες!» Δεν θα του πω για τον αλληλοσπαραγμό και τις προδοσίες που καθυστέρησαν
την τελική νίκη, αποφάσισε, όταν είδε την θεία αγαλλίαση να ζωγραφίζεται
στο βασανισμένο του πρόσωπο. Άλλωστε,
εξαιτίας της προδοσίας δολοφονήθηκε από τους τούρκους πριν προλάβει να δει τ΄
όνειρό του να ζωντανεύει.
«Τα
δάκρυα που καταπίνω, είναι χαράς! Εσύ, όμως, πώς το ξέρεις; Ποια είσαι; Γιατί
με χαρακτήρισες πρόδρομο της Επανάστασης; Ο σπόρος που προσπάθησαν να ρίξω,
βρήκε γόνιμο έδαφος; Δεν έπεσε στην λησμονιά; Ή στης προδοσίας τον βούρκο;»
«Είμαι
η Κλωθώ, κι έρχομαι από μια εποχή που δεν γνωρίζεις. 200 χρόνια μετά την
Επανάσταση. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, μα έχει άραγε σημασία;» Ούτε για τις προδοσίες κατά του έθνους στην
εποχή μου θα του πω, μια εποχή ειρηνική που μετατρέπει τις προδοσίες σε ακόμα
πιο φρικτές πράξεις. Η σκέψη αποτυπώθηκε σαν οργή στα νεανικά
χαρακτηριστικά της και ο Ρήγας το πρόσεξε.
«Η
εποχή σου δεν είναι καλύτερη από την δική μου; Αφού έφυγε ο βάρβαρος από την
πατρίδα, μόνο καλύτερη μπορεί να είναι. Αλλά τότε γιατί είσαι θυμωμένη;»
Η
Κλωθώ άπλωσε το χέρι, σαν να ήθελε να αγγίξει τον Ρήγα, μα δεν τολμούσε. Το
άφησε να πέσει στην αγκαλιά της, αναστενάζοντας.
«Κάθε
εποχή έχει τα δικά της προβλήματα. Μα δεν βρέθηκα εδώ για να σου διηγηθώ την
εποχή μου. Θέλω να μάθω για σένα!» Αναφώνησε με λαχτάρα που πραγματικά ένοιωθε
κι όχι για ν΄ αποφύγει να του απαντήσει.
«Να
μάθω για σένα, κι ίσως μια μέρα καταφέρω, όπως εσύ, να γράψω στίχους που θα
εμπνεύσουν τους σύγχρονούς μου. Εσύ, Ρήγα, με τις λέξεις σου, γέμισες τις ψυχές
των σκλαβωμένων με ανυπομονησία για Λευτεριά! Πότισες τα ιδανικά της φυλής μας
με αθάνατο νερό! Βοήθησέ με να σε γνωρίσω!» Τον παρακάλεσε κι εναγωνίως
παρατηρούσε το ύφος του.
Ο
Ρήγας απορούσε με την επιθυμία της. Έπειτα, σκέφτηκε πως ήταν αδιάκριτη.
Ύστερα, υπερβολική. Μα μόλις διάβασε στα όμορφα χαρακτηριστικά της τον πόνο του
αδιέξοδου, τότε κατάλαβε. Και στην εποχή της
η κατάσταση ήταν άσχημη. Δεν ξέρω πώς μπορώ να βοηθήσω μια Ελληνίδα αγνώστων
λοιπών στοιχείων, αλλά ο πόνος της είναι πραγματικός. Η μελλοντική Ελλάδα δεν
είναι ήρεμη. Ελευθερώθηκε και ξανασκλαβώθηκε; Αναρωτήθηκε ο Ρήγας, ξέροντας
όμως ότι σε λίγο θα εξαφανιστεί από εκεί, αποφάσισε να μιλήσει στην Ελληνίδα
που τον κοιτούσε με την περηφάνια του έθνους.
«Γύρισε
το κεφάλι σου, και κοίταξε διαγώνια, τον πέτρινο πύργο, με τα ζωγραφισμένα παράθυρα διάσπαρτα στην
επιφάνειά του. Ζωγραφισμένα; Θα με ρωτήσεις. Αφού φαίνονται σαν αληθινά. Για
άλλους είναι αληθινά, για τους δυστυχισμένους είναι ζωγραφισμένα, ψεύτικα, δεν
αποτελούν καμία διέξοδο για τους φυλακισμένους στον πύργο Νεμπόισα. Ψεύτικες
τρύπες που προσθέτουν δυστυχία στους κακοποιημένους έγκλειστους, από τους
οποίους κανένας δεν μπορεί να δραπετεύσει!
Τον
Μάιο του 1798, εγώ και τ΄ αδέρφια μου βρεθήκαμε έγκλειστοι σ΄ αυτήν την
παγωμένη από ανθρωπιά φυλακή. Αυτά τα παράθυρα μάς περιγελούσαν. Μας
προκαλούσαν να πέσουμε στο κενό, κι ας μην είχαμε πιθανότητα να σωθούμε!
Αδύνατον όμως να ξεφύγεις από το μάτι των φρουρών! Από αυτές τις τρύπες
ξεπηδούσαν μονάχα οι δαιμονισμένες φωνές μας, όταν βασάνιζαν οι τούρκοι τα
κορμιά μας με τους πιο κτηνώδεις τρόπους που δεν μπορεί καν να φανταστεί
ανθρώπινος νους!»
Ένα πικρό
γέλιο βγήκε από τα χείλη του Ρήγα και τρύπωσε στα αυτιά της Κλωθώς που πια δεν
μπορούσε να κοιτάζει την φυλακή Νεμπόισα. Στράφηκε προς τον Ρήγα κι είδε τα
χείλη του να τρέμουν.
Για
λίγα λεπτά τυλίχτηκαν στο πέπλο της σιωπής που σαν σάβανο γινόταν, όσο αυτή
έφευγε και στην θέση της γεννιούνταν οι πιο φρικτοί θόρυβοι, οι φωνές των
κακοποιημένων Ελλήνων, τα σώματα των οποίων τα έλιωνε το μίσος, οι βέργες, τα
ξίφη, η άκρατη βαρβαρότητα και το απύθμενο μίσος των τούρκων του Βελιγραδίου.
Η
Κλωθώ κατάπιε το σάλιο της και πνίγηκε από την φρίκη.
Το
μυστικιστικό ζωντάνεμα του αφόρητου πόνου που βίωσαν ο Ρήγας και οι Έλληνες
αδερφοί του, σ΄ αυτόν τον πέτρινο τάφο, έπνιγε την λογική της, φρίκιαζε την
καρδιά της.
«Στα
41 χρόνια μου, έζησα τον απόλυτο τρόμο. Όχι γιατί με σκότωσαν, όχι, όχι! Αφού
μαρτύρησα για την Λευτεριά της Ελλάδας! Αλλά γιατί τα αδέρφια μου ούρλιαζαν,
σώπαιναν, ξανά ούρλιαζαν, ξανά σώπαιναν, σ΄ έναν κύκλο βαθύτατης θλίψης, με
έναν ψίθυρο να κυλά από τα ματωμένα τους στόματα, μα και από τα μαυρισμένα από
τα χτυπήματα μάτια τους. «Δεν καταφέραμε να κάνουμε τα σωστά για την
Επανάσταση! Όμως παλέψαμε! Θα ακούσουν οι συμπατριώτες μας την κραυγή μας;
Κραυγή που ένα μήνυμα μαρτυρά:
Ελευθερία
ή Θάνατος! Στην Ελλάδα δεν αξίζει η υποταγή και η δουλεία! Οι Έλληνες που
φώτισαν τον κόσμο με το πνεύμα τους, δεν πρέπει να εξαφανιστούν! Οι Ελληνίδες
δεν πρέπει να βιάζονται άλλο από τα κτήνη ούτε να γεννούν Έλληνες σκλάβους που
τους αρπάζουν οι τούρκοι και τους κάνουν γενίτσαρους! Φτάνει πια!
Τι σ΄ ωφελεί αν ζήσεις,
και είσαι στη σκλαβιά;
Στοχάσου πως σε ψένουν
καθ΄ ώραν στην φωτιά!»
Ο
Ρήγας κάρφωσε το βλέμμα του σ΄ ένα παράθυρο της φυλακής. Ο λυγμός μετέτρεψε τα
υγρά του οργανισμού του σε κύματα θυμού.
Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας κι όλους
τους συγγενείς!
«Άνθρωποι
κτήνη» φώναξε, πάντα κοιτάζοντας το παράθυρο.
«Εκεί
στάθηκε ο Αντώνης Κορωνιός που έζησε μόνο 27 ήλιους κι έπειτα το νησί του, η
Χίος, τον πένθησε. Άραγε, άκουσε η Χίος την κραυγή του Ελευθερία ή Θάνατος, όταν το ξίφος τρυπούσε το στήθος του και τα
χέρια του κτήνους, πυρωμένα από μίσος, έσφιγγαν τον λαιμό του, μέχρι που κανένα
οξυγόνο, καμία ηλιαχτίδα, κανένας φεγγαροψίθυρος δεν υπήρχαν γι΄ αυτόν;
Άκου
Κλωθώ, άκου την κραυγή του:
Έλληνες
των αιώνων, μην λυγάτε!
Δεν
είναι αυτή ζωή!
Δουλεύεις
όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι
αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει!
Έπειτα το ματωμένο
παλικάρι, παραδομένο στα δάκτυλα του τούρκου, δεν ανέπνεε πια. Και τότε δυο τον
άρπαξαν και τον πέταξαν στον ποταμό, σαν να μην ήτανε άνθρωπος. Χάθηκε;»
Ούρλιαξε ο Ρήγας και η Κλωθώ αδυνατούσε να βρει μια λέξη για να απαντήσει. Μόνο
έβλεπε το τρέμουλο στα πρησμένα χείλη του αγωνιστή, κι όταν αυτά ηρέμησαν,
βγήκαν από εκεί οι επόμενες λέξεις που σαν μυτερά βέλη την τρύπησαν.
Από την Νίκη Μάρκου - Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου