Ο Ρήγας λέει στην Κλωθώ: Φτύνοντας αίμα και σπασμένα δόντια, τα Ελληνόπουλα φώναζαν για Λευτεριά... σελ. 3

Ακόμα κι όταν οι βάρβαροι με φρικτά βασανιστήρια δολοφονούσαν τα παλικάρια του Ρήγα Φεραίου, αυτά, φτύνοντας αίμα και δόντια σπασμένα, φώναζαν, παρακαλούσαν τους Έλληνες να σώσουν, να ελευθερώσουν την πατρίδα! 

«Στο παράθυρο στάθηκε μετά ο 31χρονος Ευστράτιος Αργέντης, δεμένος και χτυπημένος τόσο βαριά που δεν άκουσε το φρικιαστικό γέλιο του τούρκου βασανιστή του. Η Χίος πενθούσε κι άλλο παλικάρι της που δεν πρόλαβε να της χαρίσει μια γενιά ελεύθερων Ελλήνων. Από τα μάτια και από την μύτη του έτρεχε αίμα. Έσταζε η ανάσα του έθνους στο στήθος του κι από κει, καταγής, στα τούρκικα πόδια.

Όσο τα δάκτυλα του θεριού έσφιγγαν τον λαιμό του, ο γενναίος, που ήξερε ότι θα πέθαινε, βρήκε το κουράγιο να φωνάξει στους Έλληνες:

Η δουλική ζωή δεν αξίζει!

Ελάτε με έναν ζήλο, σε τούτον τον καιρό,

να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.

          Ύστερα, μ΄ έναν παφλασμό, το κορμί του γενναίου χάθηκε στον ποταμό. Άραγε, έμεινε πίσω του ζωντανή η αγωνία του για το έθνος;»

          Και πάλι η Κλωθώ δεν κατάφερε να του πει ότι έμεινε ζωντανή τούτη η αγωνία στο μυαλό των πατριωτών. Μα όχι των προδοτών. Είδε τον Ρήγα να σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο και από το μελανιασμένο μάτι του. Το άλλο, το ανοιχτό, πέρασε φευγαλέα από την ίδια και ξαναγύρισε στην πέτρινη φυλακή.

          Αισθανόταν το σάλιο της όξινο και την καρδιά της πέτρα, μα ήθελε, όσο τίποτα, να μάθει όσα ο Ρήγας είχε να αποκαλύψει.

          «Ο τύραννος έσυρε με την βία μπροστά στο παράθυρο τον Δημήτρη Νικολίδη. Γελούσε σαν δαιμονισμένος, όταν του έδειχνε το κομμάτι της πλάσης που το παράθυρο άφηνε να φανεί μέσα στην φυλακή. Χλεύαζε τον Έλληνα, γιατί ποτέ δεν θα περπατούσε ελεύθερος στην πλάση. Ήταν μόλις 32 χρονών, όταν ο τύραννος γρονθοκόπησε το αλυσοδεμένο παλικάρι, μια, δυο, τρεις φορές, τέσσερις, ποιος ξέρει πόσες. Δεν θα αργούσε να τον στραγγαλίσει, τον Δημήτρη από τα Ιωάννινα. Αλλά, ο ατρόμητος, βρήκε κουράγιο για να φωνάξει:

          Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε Σε,

          στην γνώμην των τυράννων, να μην ελθώ ποτέ!

          Εκσφενδονίστηκε το λεβέντικο κορμί στον ποταμό και βούλιαξε στα νερά του. Και βούλιαξαν στο πένθος τα Ιωάννινα και ολόκληρο το έθνος». Η ανάσα του Ρήγα έβγαινε κομπιαστή, ο λυγμός έφταιγε γι΄ αυτό και ο φρικτός του πόνος.

          Η Κλωθώ έκανε να τον αγγίξει, μα το χέρι της έμεινε μετέωρο ανάμεσά τους, γιατί ο Ρήγας άρχισε πάλι να διηγείται:

          «Ο Αντώνης Εμμανουήλ, το χαμογελαστό Ελληνόπουλο που μόλις 24 χρόνια η γήινη Ελλάδα το είχε στην αγκαλιά της, κτηνώδικα βασανίστηκε από τους τούρκους. Δάκρυσε η Καστοριά, και η Ελλάδα ολόκληρη, όταν γινήκανε γνωστά τα θανατερά νέα. Εκεί, μπροστά στο καταραμένο παράθυρο, ο βάρβαρος χτυπούσε αλύπητα το κεφάλι του Έλληνα, το βάραγε πάνω στις πέτρες, ενώ ταυτόχρονα χλεύαζε τραγουδώντας τους σκλαβωμένους.

          Μα το Ελληνόπουλο κατάφερε να βρει την αστείρευτη πηγή της ψυχής του για να φωνάξει:

          Πιστός εις την πατρίδα,

          συντρίβω τον ζυγόν!

          Η κρυστάλλινη φωνή του Μακεδόνα πότισε τον χρόνο με αθάνατες λέξεις.

          Ο βάρβαρος τον χτύπησε στην κοιλιά, στο στήθος, κι άλλη μια γροθιά από διαβόλου χέρι προσγειώθηκε στο σαγόνι του. Καθώς άνοιξε το στόμα, αίματα έτρεξαν και δόντια σπασμένα. Αλλά, ήταν θεϊκή η αντοχή του στα χτυπήματα.

          Κι αν παραβώ τον όρκον, ν΄ αστράψ΄ ο ουρανός! Φώναξε το παλικάρι που τήρησε τον όρκο του μέχρι την ύστατη ανάσα που κύλησε από το λεβέντικο κορμί του, καθώς αυτό βυθιζόταν στην κόλαση του ποταμού».

          Δυνατός βήχας τράνταξε το βασανισμένο κορμί του Ρήγα, και το μάτι που ακόμα έβλεπε, γυάλισε από δάκρυ. Καθώς έσκυψε το κεφάλι του κουρασμένος και απελπισμένος, η Κλωθώ φοβήθηκε ότι θα τον έχανε, ότι δεν θα της μιλούσε για τα άλλα Ελληνόπουλα που δολοφονήθηκαν, κι ακόμα χειρότερα φοβήθηκε ότι θα την περιφρονούσε έτσι καλοζωισμένη και καλοαναθρεμμένη που στεκόταν μπροστά του.

          Αλλά ο Ρήγας δεν έφυγε. Κάλυψε τα μάτια του με τρεμάμενα χέρια και σαν μουγκρητό ξεχύθηκε μέσα από τις ανοιχτές παλάμες ο καημός του.

          «Σκότωσαν και τον αδερφό του Αντώνη, τον 22χρονο Παναγιώτη Εμμανουήλ, πάντα εκεί μπροστά, στου διαβόλου το παράθυρο. Σάβανο η κραυγή της μάνας, σκέπασε όλη την Καστοριά, όλη την Μακεδονία, όλη την Ελλάδα.

          Πώς άντεξε αυτό το παιδί τέτοιο μαρτύριο, πώς βρήκε την δύναμη να φωνάξει

          Το αίμα σας ας βράσει, με δίκαιον θυμόν,

          μικροί μεγάλοι ομώστε, τυράννου τον χαμόν!

          Πού βρήκε την δύναμη, αφού την ώρα που έστελνε στους Έλληνες το μήνυμα του Αγώνα για την Λευτεριά, δύο τούρκοι του ξερίζωναν τα μαλλιά και τα δόντια!

          Μα είχε ακόμα αντοχές, αφού κραύγασε:

          Εν όσο ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,

          για να τους αφανίσω, θε να ΄ναι σταθερός!

          Του έκοψαν την γλώσσα, πριν το στείλουν το παλικάρι μας κατακρεουργημένο στα ανταριασμένα νερά του ποταμού".

          Ο θρήνος στην φωνή του Ρήγα συγκλόνισε τόσο την Κλωθώ που ασυναίσθητα πια πλησίασε πολύ κοντά του και έπιασε το χέρι του. Ήταν παγωμένο. 

Από την Νίκη Μάρκου - Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου