Μπουμπουλίνα – Ο αφορισμός της από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ και η συμμετοχή της στην Επανάσταση

2/7/2022

 Πολλά έχουν γραφεί για τη ζωή και την εθνική δράση της ονομαστής Μπουμπουλίνας, μιας από τις ενδοξότερες ηρωίδες της ελληνικής ιστορίας. Ένα ακόμη κείμενο στα τόσα άλλα γι’ αυτήν δεν θα προσέφερε τίποτε το καινούργιο, αν δεν διανθιζόταν με ανέκδοτα και – φυσικά – άγνωστα στοιχεία.

Το άρθρο αυτό, του Ηλία Παπαθανασόπουλου, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη»,  έχει πολλά τέτοια στοιχεία, ώστε να δίνεται μια νέα και πρωτότυπη σύνθεση του θέματος «Μπουμπουλίνα».

Άνοιξη του 1771 στην Κωνσταντινούπολη. Σ’ ένα από τα ανήλια και υγρά κελιά των φυλακών εκεί κλαίει την μοίρα του και ο Υδραίος πλοίαρχος Σταυριανός Πινότσης. Τον συνέλαβαν την ώρα που άραξε με το καράβι του στο λιμάνι, με την βαριά κατηγορία, πως τάχα πήρε μέρος στην πριν δύο χρόνια επανάσταση του Ορλώφ. Από τα πολλά βασανιστήρια το κανδήλι του τρεμοσβήνει. Στο χαροπάλεμά του πήγε κοντά του, για να γλυκάνει τις ύστερες στιγμές του, η νιόπαντρη γυναίκα του Σκεύω, κόρη του Υδραίου ναυτικού Κόκκινη. Για να φθάσει ως εκεί, να τον δει, θα πλήρωσε, ασφαλώς, μεγάλο «μπαξίσι». Τώρα, θέλεις από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, θέλεις από την λύπη και την συγκίνηση την έπιασαν οι ωδίνες του τοκετού και μέσα εκεί στην φυλακή, στις 11 Μαΐου, έφερε στον κόσμο ένα ροδοκόκκινο κοριτσάκι. Το βάφτισε και του έδωκε το όνομα Λασκαρίνα ένας άλλος φυλακισμένος, ο άρχοντας και πολέμαρχος της Μάνης Παναγιώτης Μούρτζινος.

Μάνα και κόρη, έρημες, γύρισαν στην Ύδρα. Αργότερα εγκαταστάθηκαν στις Σπέτσες, όπου η Σκεύω ξαναπαντρεύτηκε, το 1776, τον πρόκριτο του νησιού και πλοίαρχο Δημήτριο Λαζάρου, με τον όποιο χάρισε στην Λασκαρίνα οκτώ αδέλφια: έξη αγόρια και δύο κορίτσια.

Από τα μικρά της χρόνια η Λασκαρίνα με πάθος αγάπησε την θάλασσα. Μαζί με τον πατριό της, τ’ αδέλφια της και τους άλλους νησιώτες, που όλοι την  αγαπούσαν, έμαθε να κρατά κουπί και τιμόνι και να κυβερνά κάθε σκαρί, μικρό ή μεγάλο, στο ψάρεμα ή σε φιλικούς αγώνες. Στα δεκαεφτά της χρόνια παντρεύτηκε τον τολμηρό και φημισμένο Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα. Σε μια, όμως, τρομερή σύγκρουση με Αλγερινούς πειρατές, κοντά στα Ισπανικά παράλια, ο Γιάννουζας ακολούθησε στον βυθό το πλοίο του, που αύτανδρο βυθίσθηκε στα 1797.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα - Μουσείο Μπουμπουλίνας, Σπέτσες.
Η Λασκαρίνα, χήρα, με τρία παιδιά, τον Γιάννη, τον Γιώργη και την Μαρία, ξαναπαντρεύτηκε στα 1801 τον πλούσιο επίσης Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη, με τον όποιο απέκτησε άλλα τρία παιδιά: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλα.

[Σημ. Βιβλιοθήκης: Πολλοί μελετητές μιλούν για τρία παιδιά τα οποία απέκτησε η Μπουμπουλίνα από το γάμο της με το Δημήτριο Μπούμπουλη, παραλείποντας το τέταρτο, τον Ιωάννη. Η Μπουμπουλίνα είχε ήδη από τον πρώτο γάμο της με το Γιάννουζα ένα γιο με το όνομα Ιωάννης, το Γιάννο Γιάννουζα που σκοτώθηκε στη μάχη του Ξεριά στο Άργος. Το ίδιο και ο άντρας της, ο Δ. Μπούμπουλης είχε γιο Ιωάννη από τον πρώτο γάμο του. Μας προβληματίζει το γεγονός της ύπαρξης τριών παιδιών με το ίδιο όνομα στην οικογένεια. Δηλαδή ενώ ζούσαν τα παιδιά τους που έφεραν το όνομα αυτό, (ο καθένας είχε κι από ένα με το όνομα αυτό από πρώτο γάμο), γιατί να βγάλουν Ιωάννη κι άλλο; Η οικογένεια Μπούμπουλη αποδέχεται την εκδοχή των τεσσάρων παιδιών της Λασκαρίνας και του Μπούμπουλη. Ανδρέα Κουμπή «Σπετσιώτες Ναυμάχοι», Τόμος Β’, έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Σπετσών, Σπέτσες, 2007].

Έτσι, η άξια Λασκαρίνα μεγάλωνε εννέα παιδιά, γιατί ο Μπούμπουλης είχε άλλα τρία από τον πρώτο του γάμο: μια κόρη, τον Παντελή και τον Γιάννη. Μα και στον δεύτερο γάμο της η Λασκαρίνα υπήρξε άτυχη. Ο Μπούμπουλης σε μια ναυμαχία με δύο γαλλικά καταδρομικά, τα όποια εξέλαβαν το πλοίο του για πειρατικό, σκοτώθηκε στις 10 Μαΐου 1811.

[Σημ. Βιβλιοθήκης: Ο Ανάργυρος Ανδρέου Χατζηαναργύρου (1814 – 1885) υπουργός, συγγραφέας και ιστορικός από τις Σπέτσες, γράφει για το γεγονός:

* Eν έτη 1811 Μαΐου 3 ο Δημήτριος Μπούμπουλης πλέων προς Δύσιν περιέπεσεν αιφνιδίως έξω της νήσου Λαμπηδούσης [η Λαμπηδούσα είναι ιταλικό νησί που βρίσκεται μεταξύ της Σικελίας και των ακτών της Τυνησίας] υπό τα πυρά δύο καταδρομικών πλοίων Γαλλικήν σημαίαν φερόντων (α), διοικουμένων δε υπό του περιβόητου Γενουηνσίου αρχιπειρατού Ραφέτη καλούμενου καίτοι νηνεμίας εντελέστατης επικρατούσης, ο Έλλην κυβερνήτης δεν εθορυβηθεί επί τω ανίσω αγώνι εν ω επρόκειτο να παλαίση, άλλ’ υψώσας την οποίαν έφερεν Αγγλικήν σημαίαν προετειμάσθη ως έδει και υπέστη αδιακόπως επί επτά ήμισυ ώρας την επιθέσιν των δύο περιζωσάντων αυτόν καταδρομέων, με τα πεντήκοντα δύω παλικάρι του πληρώματος και τας κανονιοστοιχίας του πλοίου του, οι πειραταί επολέμησαν λυσσωδώς, άλλ’  απεκρούσθησαν ουχί ολίγον ζημιωθέντες από τους Έλληνας κατά τα σώματα και την συσκευήν των σκαφών και αρμένων, ο δε ανδρείος Μπούμπουλης έπεσεν εν τη διαπάλη και τον διεδέχθη ο Κοσμάς του Λάμπρου εις την πλοιαρχίαν…

(α) Κατά παροδρομήν ανεφέραμεν εν τω πρώτο Τόμο σελ. 192-193, εν υποσημειώσει, άτι οι περί ων ο λόγος καταδρομείς ήσαν Αλγερινοί πειραταί.

Στην υποσημείωση του πρώτο τόμου σημειώνει:

Η Λασκαρίνα Μπούμπουλη ή Μπουμπουλίνα καλείται Δημητράκαινα από  τον σύζυγον αυτής Δημήτριον Μπούμπουλην. Ο Μπούμπουλης δε ούτος ην ο κατά δεύτερον γάμον σύζυγος τής ηρωίδος, φονευθείς εν τινι κατά θάλασσαν συμπλοκή μετά των Αλγερίνων, οίτινες μεθ’ όλης της βαρβαρικής αυτών ωμότητος πριν της επαναστάσεως επετίθεντο κατά των ναυτικών μας, μετερχομένων το εμπόριον των σιτηρών εντός της μεσογείου έως πέραν των ηρακλείων στηλών. Ο θάνατος του Δημητρίου Μπούμπουλη μαρτυρεί εν από τα ηρωικότερα της εποχής ενάλια κατορθώματα, διότι και τους ληστάς απεκρούσε πολλώ ζημιωθέντας, μόνος προς δύω αυτών καταδρομείς μαχόμενος και την νίκην έλαβε διασώσας το πλήρωμα και τον πλούτον ον έφερεν επί της ολκάδος αυτού. Έπεσε δε κατά την εσχάτην στιγμήν των νικητήριων, ότε ανυψώσαντος αυτού άνωθεν του καταφράγματος την υψαύχενα κεφαλήν όπως εποπτεύση το έσχατον τον καταβεβλημένον εχθρόν, βολή πυροβόλου τον κατέλαβεν εν τω μέσω του μετώπου και τον αφήκεν άπνουν. Τον ήρωα πεσόντα διαδέχεται αμέσως εις την διοίκησιν του πλοίου μάχιμος συγγενής, οστις του κυβερνήτου τον θάνατον αποκρυψάμενος, επανέλαβεν εντονώτερον το πυρ, και εν ακαρεί καταθραύσας πάντα τα έμβολα των καταδρομέων, διέσπειρε τον θάνατον περί αυτούς, και ούτω απεσπάσθη σώος των ονύχων των, μόλις δε μετά το τέλος της πράξεως εγνώσθη του πλοιάρχου ο θάνατος, οτε ιδόντες νεκρόν επί του καταστρώ­ματος τον Μπούμπουλην οι συνέταιροί του κατεσπαράχθησαν, αντί δε νικητηρίων επιτάφιον επ’ αυτού ύμνον άσαντες εναπέθεσαν του γενναίου τα λείψανα εις τους κόλπους της αχανούς θαλάσσης, μάρτυρος της αφοσιώσεώς του. Την στέρησιν τούτου ­του ανδρός η αξία σύζυγος διεκδικήθη πληρέστατα κατά τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα, γαλακτοτροφήσασα δύω ήρωας υιούς, πεσόντας εις το πεδίον της μάχης, πλοία και θησαυρούς προσενεγκούσα εις τον βωμόν της Πατρίδος, και αυτή δε κατά γήν και κατά θάλασσαν αγωνισαμένη αξιοπρεπώς.

*Ανάργυρος Χατζηαναργύρου, Τα σπετσιώτικα, ήτοι Συλλογή ιστορικών εγγράφων και υπομνημάτων αφορώντων τη κατά την ελληνικήν Επανάστασιν του 1821 αρυσθείσα εκ των αρχείων της νήσου Σπετσών, συμπληρωθείσα δε εκ των του κράτους αρχείων και άλλων πηγών, τόμος δεύτερος, σελ. 131-12. Αθήνησι, Τυπογραφείον Δ. Α. Μαυρομάττη, 1861].

Χωρίς καθόλου να δειλιάσει η Μπουμπουλίνα, με πείσμα ανέλαβε από το αρχοντικό της, που βρισκόταν στο κέντρο της πόλεως, την ανατροφή των παιδιών της και την διακυβέρνηση της μεγάλης περιουσίας της, η οποία ξεπερνούσε τις τριακόσιες χιλιάδες τάλληρα, σε καράβια και μετρητά, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη. Και δεν περιορίζεται μόνο στην διαχείριση της περιουσίας, αλλά παίρνει και μετοχές σε πολλά σπετσιώτικα πλοία και αρχίζει να ναυπηγεί και καινούργια.

Η τεράστια όμως περιουσία της έγινε αιτία να κινηθεί η αρπακτική διάθεση της Υψηλής Πύλης, η οποία, με αφορμή ότι ο Μπούμπουλης έλαβε μέρος μαζί με τους Ρώσους στην καταστροφή του τουρκικού στόλου άσχετο αν είχαν περάσει τόσα χρόνια, εξέδωσε δημευτική απόφαση.

Η Μπουμπουλίνα καταπλέει στην Κωνσταντινούπολη και επικαλείται την συμπαράσταση του Ρώσου πρεσβευτή Στρογκόνωφ. Η αποτυχία του δεν την αποκαρδιώνει. Με πλούσια δώρα καταφεύγει στην Βαλιδέ – Σουλτάνα και με την αξιοσύνη της κερδίζει την προστασία της. Ματαιώνεται η δήμευση και η Λασκαρίνα, χαρούμενη, επαναπλέει στο νησί. Σε λίγο όμως την βρίσκει άλλη μεγάλη φουρτούνα. Έρχεται ο τουρκικός έλεγχος, γιατί ο «Αγαμέμνων», το νέο πλοίο της, το μεγαλύτερο και ισχυρότερο του καιρού του, με 48 πήχες μάκρος και 18 μεγάλα κανόνια, που πλησιάζει η καθέλκυσή  του και θα περάσει τις εκατό χιλιάδες τάλληρα, θεωρείται πολεμικό. Και πάλι τα καταφέρνει η Μπουμπουλίνα. Με μεγάλα ποσά εξαγοράζει τους απεσταλμένους της Πύλης και συνεχίζει την ναυπήγηση η οποία περατούται στα 1820.

Ο Αγαμέμνων της Μπουμπουλίνας, έργο του Αντώνη Μιλάνου.
Την ίδια όμως εποχή, ίσως και νωρίτερα, φαίνεται πως βρίσκεται σε διαφωνία με τα προγόνια της. Οι σχέσεις τους δεν είναι αρμονικές. Ο Παντελής κι ο Γιάννης, άνδρες πια, ζητούν να διαχειριστούν οι ίδιοι το μερίδιό τους από την πατρική κληρονομιά. Η Λασκαρίνα, με τον αυταρχικό της χαρακτήρα, δεν τα ικανοποιεί. Και τα παιδιά, για να την πειθαναγκάσουν, επειδή δεν υπήρχαν ελληνικά δικαστήρια και για ν’ αποφύγουν τα τουρκικά, προσφεύγουν στην Εκκλησιά, η όποια, σαν μόνη τότε αρχή και από όλους παραδεκτή, διευθετούσε τις τέτοιες υποθέσεις, και επικαλούνται την παρέμβασή της. Γνωρίζουν την μεγάλη επίδραση που πάντοτε ασκούσε στον θεοφοβούμενο λαό. Και δεν καταφεύγουν στην τοπική εκκλησιαστική αρχή, στην Μητρόπολη Ναυπλίου και Άργους, αλλά, για μεγαλύτερο κύρος, στην ανώτατη, στην κορυφή της Εκκλησιάς, στο Πατριαρχείο. Και επιτυγχάνουν την «Απόλυσιν Συνοδικού Επιτιμίου».

Γρηγόριος Ε΄, Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, λιθογραφία, Pouquevill Istoria della Grecia dal 1740 al 1824, Napoli 1838 (Πανδέκτης).
Το επιτίμιο η αφοριστικό δεν είναι ποινή για να κολάση ένα αδίκημα. Είναι μάλλον «αγιαστικόν φάρμακον», για να πολεμήσει και ξεριζώσει τα ανθρώπινα πάθη και να θεραπεύσει ηθικές μάλλον ασθένειες, τα «άδηλα πταίσματα». Η Εκκλησιά το «απολύει» σε περιπτώσεις πολύ σοβαρές. Είναι μέτρο για να προκαλέσει κρίση και έλεγχο της συνειδήσεως και να συντελέσει στην εξιχνίαση της αληθείας, ή στην απόδοση του δικαίου. Μέτρο που προφυλάσσει ή μέτρο που ρίχνεται σαν άγκιστρο μετάνοιας και θεραπείας και όχι σαν τιμωρία για να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη, αλλά για να αποκατασταθεί η ανθρώπινη με μια εσωτερική παρώθηση που οδηγεί και επαναφέρει στον ίσιο, στον σωστό δρόμο.

Το επιτίμιο θεσπίσθηκε από τον καιρό των πρώτων άγιων Συνόδων και στην αρχή, σαν κάτι το  πολύ σοβαρό, έπαιρνε ειδικό τρόπο εκφωνήσεων. Οι Ιερείς φορούσαν μαύρα άμφια, κρατούσαν μαύρα κεριά στα χέρια και με μια μικρή ακολουθία, που είχε σχέση με την προδοσία του Ιούδα, το διάβαζαν στον νάρθηκα, γιατί και τότε, όπως και σήμερα, οι Χριστιανοί αποφεύγουν να παρευρίσκονται σε ανάγνωση επιτιμίου.

Και ο σεβάσμιος Ιεράρχης, ο Εθνάρχης και εθνομάρτυρας Γρηγόριος ο Ε’ (1745 – 1821), έξι μήνες προ της μαρτυρικής αγχόνης, «απολύει» μετά της Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου, το παρακάτω φρικτό επιτίμιο:¹

«Γρηγόριος ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος; Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.

Ιερώτατε Μητροπολίτα Ναυπλίου και Άργους και υπέρτιμε, ευλαβέστατοι ιερείς, τιμιώτατοι κοτζαμπάσηδες και χρήσιμοι προεστώτες της επαρχίας ταύτης και της νήσου Σπέτζης, χάρις εΐη υμίν και ειρήνη παρά θεού.

Οι υιοί και κληρονόμοι του προ χρόνων αποθανόντος Δημητρίου Χατζή Παντελή [Μπούμπουλη], ανήγγειλαν ημίν και το παρόν εξητήσαντο εκκλησιαστικόν φρικτόν επιτίμιον κατά της μητρυιάς αυτών Λασκαρίνης, ως κατακρατησάσης και ιδιοποιησαμένης πατρικά αυτών δίκαια, μετά θάνατον του πατρός αυτών και μη βουλομένης φανερώσαι και δούναι αυτοίς, ως γνήσιοις κληρονόμοις, έτι δε και εις μαρτυρίαν εν φόβω Θεού της αληθείας παρά των γινωσκόντων.

Τούτου χάριν γράφοντες, ει ούτως έχη, αποφαινόμεθα συνοδικώς μετά των περί ήμας ιερωτάτων Αρχιερέων και υπερτίμων, των εν Αγίω Πνεύματι αγαπητών ημών αδελφών και συλλειτουργών, ίνα η ρηθείσα Λασκαρίνα, αν μη, άμα το ακούσαι και ιδεΐν το παρόν ημών συνοδικόν γράμμα, τον Θεόν φοβηθεΐσα και την αιώνιον κόλασιν εν νω θεμένη, παύσηται πάσης διαστροφής και ματαίας προφάσεως και μη φανερώση εϊς μέσον όσαπερ κρύπτει και κατακρατεί άσπρα, ομολογίας, ρουχικά, η άλλα κινητά και ακίνητα πράγματα, δίκαια αυτών πατρώα, και μη επιστρέψη, αποδώ προς αυτούς ανελλιπώς και μη φροντίση περί πάντων τούτων, διορθωθήναι μετ’ αυτών ειρηνικώς και χριστιανικώς, κατά το δίκαιον και νόμιμον, αλλά παρακούσασα κρύψη και κατακρατήση εκείνα έως τέλους και εάση αυτούς αδικημένους και εστερημένους των ανηκόντων αυτοίς κατά νόμους πατρικών κληρονομικών δικαίων, αυτή τε, ως δόλιος και φιλάδικος, και οι γινώσκοντες τους έχοντας και κρύπτοντας πράγματα ή άσπρα του αποθανόντος, ή χρεωστούντας δι’ ομολογιών, ή χωρίς ομολογιών, ή δια καταστίχου, ή τους σβέσαντας από του καταστίχου τα σωζόμενα εκείνου άσπρα, αν μη μαρτυρήσωσιν αφιλοπροσώπως την ην οίδασι περί τούτων πάντων αλήθειαν, δια την κατά χώρον αποκατάστασιν του δικαίου, αλλά χαριζόμενοι σιωπήσωσιν, όποιοι αν ώσιν, άνδρες ή γυναίκες, συγγενείς ή ξένοι, ομού αφωρισμένοι υπάρχωσι, και κατηραμένοι, και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον άλυτοι, και τυμπανιαίοι· αϊ πέτραι και ο σίδηρος λυθείησαν, αυτοί δε μηδαμώς· κληρονομήσειαν την λέπραν του Γιεζή και την αγχόνην του Ιούδα, στένοντες είεν και τρέμοντες επί της γης ως ο Κάϊν, η οργή του Θεού εΐη έπ’ αυτούς, έχοντες και τας αράς πάντων των άπ’ αιώνος αγίων και των οσίων τριακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων Πατέρων.

Η δε ρηθείσα Λασκαρίνα προφανώς ελεγχομένη και τη πεισμονή αυτής εμμένουσα υπάρχει και έξω της του Χριστού Εκκλησίας, μηδείς εκκλησιάση αυτήν, ή αγιάση, ή θυμιάση, ή αντίδωρον αύτή δω, έως ποιήση ως γράφομεν και τότε συγχωρηθήσεται.

αωκ’ (1820) εν μηνί Οκτωβρίω

ινδικτιώνος θ’

Ο Καισαρείας Μακάριος, ο Νικαίας Μακάριος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Τυρνόβου Ιωσήφ, ο Κυζίκου Γρηγόριος, ο Σίφνου Σαμουήλ.

Απ’ ό,τι είναι γνωστό, η ’Εκκλησιά «απολύει» τα επιτίμια πάντοτε ανώνυμα και χωρίς κανένα άμεσο η έμμεσο υπαινιγμό. Αντίθετα, το παραπάνω, παρά τα καθιερωμένα, είναι ονομαστικό και κατακεραυνώνει την Λασκαρίνα. Να είχε άραγε πεισθεί ο σεπτός Ιεράρχης στο δίκιο των παιδιών; Πάντως, μετά την ανάγνωσή του, τα προγόνια καλούν την μητριά τους στο Διοικητήριο του νησιού, για να φανερώσει την περιουσία του πατέρα τους και για να τους αποδώσει όσα τους ανήκουν. Φαίνεται πως η δήλωση της Λασκαρίνας δεν τα ικανοποίησε και δεν επήλθε συμφωνία. Για κάθε όμως ενδεχόμενο συντάχθηκε από τους προκρίτους η παρακάτω πράξη, η όποια, όπως και να έχει, φανερώνει μια ατράνταχτη περιουσία.

Ο Ναυπλίου Γρηγόριος επιβεβαιοί:

Δηλοποιείται δια του παρόντος Καντζελλαρικού γράμματος, ότι η κυρά Λασκαρίνα, γυνή του ποτέ Δημητρίου Χατζή Παντελή [Μπούμπουλη], εκράχθη εις την ημίν Κατζελλαρίαν παρά των υιών και κληρονόμων του ρηθέντος Δημητρίου, εις το να δώση αυτοίς λογαριασμόν της περιουσίας του, όπου μετά θάνατον άφησε και το τι εσύναξεν, η οποία εφανέρωσεν εις αυτούς τα κάτωθεν σημειούμενα και, με το να μην ευχαριστηθήσαν εις αυτά μόνον οι του ποτέ Δημητρίου κληρονόμοι, έμεινεν η υπόθεσις αυτή εις άλλον καιρόν διακρίσεως.

Λοιπόν τα όσα εκ στόματος εφανέρωσεν η ρηθείσα Λασκαρίνα, ότι άχρι σήμερον σώζονται από της περιουσίας του ποτέ Δημητρίου ανδρός της, σημειοΰμεν ως κάτωθεν, δια να χρησιμεύσει εις κάθε καιρόν μαρτυρίας και, εν πρώτοις, όσα ευρίσκονται σερμαγιά [χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου] εις καράβια, ήγουν:

Εις το καράβι του καπετάν Ηλία Θερμισιώτη τάλληρα 2.500.

Εις το καράβι του καπετάν Ν. Δ. Λαζάρου 2.000.

Εις το καράβι του καπ. Γιάννη Νικολού Λάμπρου 500.

Εις του Γιάννη Διέλα 220.

Εις του Αντώνη του Λισμπόνα 350.

Εις την Σκαρδαμούλαν 150.

Εις τον Κοσμάν του Λάμπρου 100.

Εις τον Μουσού Ανδρέαν 100.

Εις το καράβι το εδικόν της οπού κυβερνά ο Γιάννος 3.040.

Όσα δάνεια εις τον αυτόν Γιάννον 900.

Σύνολον τάλληρα 9.860.

Δεύτερον, τα όσα ευρίσκονται εις κόρπα καραβίων.

Εν κάρτον καραβιού Ν. Δ. Λαζάρου δια ταλ. 7.500.

Δύο τρίτα του κάρτου καράβι Γιάννη Νικόλα Λαζάρου 1.666.

Εν κάρτον καραβ. Μανόλη Δ. Λαζάρου 4.758.

Εν κάρτον καραβ. Ηλία Θερμισιώτη 4.000.

Εν ήμισυ κάρτον καραβ. Γιάννου 8.000

Μισόν κάρτον καραβ, Γιαννη Μπούζα 3.000

Όσα έχω δώσει δια το περιβόλι 15.000

Όσα δια το σπίτι του υιού της Γιάννου 4.000

Όσα εις προίκα της θυγατρός της ρούχα και μετρητά 5.000.

Εκτός τούτου του λογαριασμού μένει να λάβει και ο Παντελής από την ρηθείσαν Λασκαρίνα εδικά του γρόσια 3.360, τρεις χιλιάδες τριακόσια εξήντα. Δι’ ο εις την περί τούτου ένδειξη, εις τα όσα εκ στόματος η ρηθείσα Λασκαρίνα κατ’ όνομα εφανέρωσε και ακούσαμεν, εδόθη εις τους κληρονόμους του ποτέ Δημητρίου Χατζή Παντελή η παρούσα απόδειξις και μαρτυρία εσφραγισμένη με την βούλαν της Κοινότητάς μας, δια να τους χρησιμεύσει εις κάθε καιρόν, ως κριτήριον δικαιοσύνης.

Σπέτζαις τη 15 Οκτωβρίου 1820

(Τ.Σ) Οι γέροντες και προεστώτες της νήσου Σπετζών».

Το πατριαρχικό επιτίμιο και το πρακτικό των προεστών τα υποβάλλει στις 29 Ιανουαρίου 1826 ο Ηλίας Θερμισιώτης στο υπουργείο Δικαίου. ’Εν τω μεταξύ όμως η διεκδίκηση των κληρονομικών δικαιωμάτων συνεχιζόταν. Τούτο το μαρτυρούν οι ακόλουθες δύο αποφάσεις του Βουλευτικού:

«Συνέλευσις 28 Μαΐου 1824 εν Άργει…

Έτι ανεγνώσθη αναφορά των προγόνων της Μπουμπουλίνας, Παντελή και Γιάννη Μπουμπουλη, κατά της μητρυιάς των Μπουμπουλίνας, περί της πατρικής των περιουσίας, την όποιαν λέγουσιν ότι κατακρατεί αυτή και διαμαρτύρονται κατ’ αυτής, ζητούντες ή να εμποδιστή μετά την παράδοσιν του Ναυπλίου, ή να δώση εγγυητήν, και έμεινεν η σκέψις επί την αύριον…».

«Τη 29 Μαΐου… Περί της Αναφοράς των εγγόνων της Μπουμπουλίνας εδόθη γνώμη του Βουλευτικού, ότι, επειδή και η Μπουμπουλίνα εμπεριέχεται εις τας συνθήκας, δεν είναι δίκαιον να εμποδισθή, αλλά να δοθή αντίγραφον της αναφοράς και ότι μετά ταύτα να γένη η άπόφασις…».

Ήδη όμως διατρέχουμε τον τέταρτο χρόνο της Επαναστάσεως και το Βουλευτικό διστάζει να υπεισέλθει στις ατομικές υποθέσεις και οικογενειακές διαφορές της Μπουμπουλίνας, η οποία μέχρι τώρα έχει δώσει άριστα δείγματα αυτοθυσίας και ηρωισμού. Από τις πρώτες ημέρες, η αρχόντισσα μαζί με τα παιδιά της, πήρε μέρος στον Ιερό Αγώνα. Με προθυμία και απλοχεριά διέθεσε τα πλοία της, ιδιόκτητα και συνεταιρικά, τα όποια συντηρούσε με δικές της μόνο δαπάνες. Και για τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, είναι γνωστή η σημασία αλλά και το μέγεθος της δαπάνης για τον εξοπλισμό και την συντήρηση ενός πολεμικού, σε εφόδια και μισθοτροφοδοσία.

Την Κυριακή των Βαΐων, στις 3 Απριλίου 1821, ο «Αγαμέμνων» το καμάρι της Μπουμπουλίνας και του στόλου, πρωτόχρονο και πάνοπλο, με καπετάνισσα την ίδια και κυβερνήτη το γιο της Γιάννο Γιάννουζα, ξεκινά με τ’ άλλα Σπετσιώτικα, αποκλείουν και κανονιοβολούν και από την θάλασσα το πολιορκούμενο Ναύπλιο.

Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα, "η Βοβολίνα αποκλείει την Ναυπλίαν".
Είναι άκομη βέβαιο πως η Μπουμπουλίνα συντηρούσε και σώμα με οπλοφόρους Σπετσιώτες στην ξηρά. Τούτο πολύ ευχαρίστησε τους άλλους αρχηγούς στα Βέρβενα και έστειλαν τον επίσκοπο Έλους Άνθιμο να τους ευλογήσει και ευχαριστήριο γράμμα που τελείωνε: «Αδελφοί χαίρετε, ότι εστάθητε πρώτοι εις τον ακροβολισμό των εχθρών, πρώτοι εις την Ιστορία και πρώτοι εις την αθανασίαν», διότι οι Σπέτσες ύψωσαν την σημαία νωρίτερα από τα άλλα νησιά. Το σώμα τούτο της Μπουμπουλίνας είναι εκείνο που αντιστάθηκε μαζί με τον Τσόκρη και Στάϊκο στο Χάραδρο του Άργους και πολέμησε τον κατερχόμενο Κεχαγιά του Χουρσίτ, όπου και σκοτώθηκε ο γιος της Γιάννος Γιάννουζας. Θρήνησε το βλαστάρι της η καπετάνισσα, αλλά δεν διέκοψε τις πολεμικές επιχειρήσεις της.

Μετά το Βαλτέτσι, η Μπουμπουλίνα ανηφορίζει προς την Τριπολιτζά και, ισότιμη με τους άλλους εκεί καπεταναίους, παίρνει μέρος στην πολιορκία της. Κατά την άλωσή της, στις 23 Σεπτεμβρίου, έκτος από τα παρηγόρα λόγια προς τα χαρέμια των πασάδων, της αναθέτουν και ειδικό έργο, όπως ιστορεί ο Αμβρόσιος Φραντζής, ο οποίος ξεδιπλώνει και μια ιδιαίτερη πτυχή του πολυσύνθετου χαρακτήρα της:

 «…Αι διορισθείσαι δύο επιτροπαί συλλέξασαι άπασαν την κινητήν περιουσίαν των Οθωμανών, εναπέθεσαν άπασαν εις δύο τζαμία, έκτος των όσα μυστικώς διηρπάγησαν από τους συνάζοντας αυτά. Πολύς λόγος εγένετο τότε, ότι η Μπουμπουλίνα έκαμε μεγάλην κατάχρησιν και διαρπαγήν πολυτίμων πραγμάτων, καθότι αυτή, διωρισμένη ούσα να ψαύη τας Οθωμανίδας, άφ’ όσα πολύτιμα είδη εύρισκεν εις αύτάς, τα έκρυπτεν εις το παμμέγεθες στήθος της, πολλά ολίγα δε επαρουσίαζεν εις τας επιτροπάς!».

Η διαρκής ανατροφή της με τον Γέρο του Μοριά, στα διάφορα πολεμικά στρατόπεδα, συσκέψεις και επιχειρήσεις, τους ενώνει και με συγγενικό δεσμό. Συμπεθερεύουν. Ο πρωτότοκος γιος του Γέρου, ο Πάνος, που ήταν φρούραρχος Ναυπλίου, νυμφεύεται την κόρη της Μπουμπουλίνας, την όμορφη Ελένη, η οποία, σαν σκοτώθηκε ο Πάνος στα 1824, ξαναπαντρεύτηκε τον Θοδωράκη Γρίβα. Και από τότε ξεκινά ένας μακροχρόνιος καβγάς μεταξύ των δύο Θοδωράκηδων για τα προικιά της νύφης, όπως γράφει και ο Ν. Κασσομούλης (Ενθυμήματα Στρατιωτικά κλπ., τ. Β’, σσ. 80, 386).

Η καπετάνισσα του Εικοσιένα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έργο του Adam Friedel, λιθογραφία, σχέδιο εκ του φυσικού, Λονδίνο, 1824.
Τώρα πια η Κυρά είναι εγκατεστημένη στο Ναύπλιο. Κατοικεί σ’ ένα καλόβολο εθνικό σπίτι, που της παραχώρησε η Κυβέρνηση. Είναι όμως εποχή που οι επάρατες αδελφομαχίες ευρίσκονται σε ένταση. Η φιλοκολοκοτρωνική καπετάνισσα αναγκάζεται να γυρίσει στις Σπέτσες και από εκεί να παρακολουθεί τα δεινά του τόπου. Πικραίνεται σαν ξέρει τον Κολοκοτρώνη έγκλειστο στον προφήτη Ηλία της Ύδρας. Θλίβεται μαθαίνοντας την ερήμωση του Μοριά από τους αραπάδες του Ιμπραήμ. Χαίρεται με την απελευθέρωση τού Γέρου, λησμονεί τα πάθη και παθήματα και ετοιμάζεται, με την μεγαλοψυχία και φιλοπατρία που την διακρίνει, να αρματωθεί και πάλι και να συμπολεμήσει με τον συνομήλικό της μεγάλο Αγωνιστή και Γενικό πια Αρχηγό.

Δεν προφταίνει όμως. Άτυχο οικογενειακό επεισόδιο ανακόπτει τις νέες της ετοιμασίες. Ο γιος της Γιώργης Γιάννουζας αγαπά μια όμορφη αρχοντοπούλα του νησιού, την Ευγενία, κόρη του προεστού Χριστόδουλου Κούτση.

Η κόρη, αν και ήταν αρραβωνιασμένη με άλλον, ανταποκρίνεται στην αγάπη του Γιώργη. Και η Λασκαρίνα ευνοούσε το αγνό αίσθημα των παιδιών. Τα γονικά όμως της κόρης, με κανένα τρόπο δεν έδιναν την ευχή τους, και τα παιδιά αλληλοαπήχθησαν.

Οι Κουτσαίοι, σόι μεγάλο και σύμφωνα με τα αυστηρά έθιμα του καιρού, θεώρησαν ατιμωτική οικογενειακή προσβολή την απαγωγή και, οπλισμένοι, κύκλωσαν το αρχοντικό της Λασκαρίνας. Πίστευαν ότι εκεί θα ήσαν τα παιδιά και επίμονα ζητούσαν την απόδοση της κόρης. Στην φοβερή οχλοβοή η πεισματάρα καπετάνισσα βγήκε στο παράθυρο. Άρχισε τότε μια σφοδρή και έντονη λογομαχία, με ένα από τ’ αδέλφια της, τα Λαζαρόπουλα, που είχε πάρει Κουτσοπούλα. Ο ερεθισμός μεγάλωνε και ο καβγάς σιγά – σιγά θερμαινόταν. Κι απάνου στον βρασμό, ένας από τους Κουτσαίους πυροβόλησε. Η σφαίρα βρήκε την άμοιρη σύζυγο και μάνα στο μέτωπο και την σώριασε κάτω, το βράδυ εκείνο της 22ας Μαΐου 1825, έξη μόνο ημέρες μετά την κατασίγαση των εθνικών παθών και την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη. Θρήνος και κοπετός ακολούθησε τον αναπάντεχο χαμό της. Με πανελλήνιο πένθος κηδεύθηκε την επομένη στον περίβολο του Αγ. Ιωάννου. Αργότερα τα λείψανά της διακομίσθηκαν στον ναό του Αγίου Νικολάου, όπου και σήμερα τα συντροφεύουν του νησιού οι αύρες.

¹ Σχόλιο: Ο αφορισμός της ηρωίδας Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1820. Επίσημη αφορμή για την πράξη αυτή φέρεται μία κληρονομικής φύσεως οικογενειακή διαφορά μεταξύ των δύο γιών του δευτέρου συζύγου της Μπουμπουλίνας και προγονών της, Γιάννη και Παντελή Μπούμπουλη, με την ίδια. Το Πατριαρχείο αντί άλλης μεσολαβητικής ενέργειας επέβαλε σφοδρό επιτίμιο στη Σπετσιώτισσα καπετάνισσα και αγωνίστρια. Η αυστηρότητα αυτής της απόφασης, που καθίσταται πρόδηλη και από τη λεκτική της διατύπωση, υπεμφαίνει, ότι τα βαθύτερα αίτια που την προκάλεσαν θα πρέπει να αποδοθούν στις πολιτικές συνεργασίες του Φαναρίου με την Υψηλή Πύλη.

Πέρα από τα όσα εμπεριέχονται στον συνοδικό αυτόν λίβελλο, θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν κάποιες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, και ιστορικά στοιχεία που συνδέονται άμεσα με το γεγονός του αφορισμού της Μπουμπουλίνας. Κατά πρώτον προκαλεί εύλογη απορία – και γιατί όχι, υποψία – το γεγονός ότι οι αδελφοί Μπούμπουλη απευθύνθηκαν, όχι στην τοπική εκκλησιαστική αρχή, αλλά στον ίδιον τον πατριάρχη. Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην Επανάσταση, τα δυο αδέλφια δεν ακολούθησαν τα χνάρια του αγωνιστή πατέρα τους και ούτε βέβαια έλαβαν ποτέ μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις της μητριάς τους, σε μία από τις οποίες μάλιστα, έπεσε μαχόμενος ο μεγαλύτερος γιος της Μπουμπουλίνας, ο Γιάννος Γιάννουζας. Δέον επίσης ν’ αναφερθεί, ότι τον καιρό κατά τον οποίον αφορίσθηκε η Μπουμπουλίνα, προετοίμαζε μεθοδικά την συγκρότηση ικανού στόλου με την προοπτική πολέμου στη θάλασσα. Με το επιχειρηματικό της δαιμόνιο, κατόρθωνε, όχι μόνο να διαχειρίζεται χρηστά και να αυξάνει την οικογενειακή περιουσία, αλλά και να αντεπεξέρχεται στα έξοδα που απαιτούσε η ναυπήγηση, η συντήρηση των πλοίων, η μισθοδοσία και τροφοδοσία των πληρωμάτων.

Η Υψηλή Πύλη, που είχε ως έναν βαθμό γνώση των δραστηριοτήτων της Μπουμπουλίνας (για τη ναυπήγηση του «Αγαμέμνονα» καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη, ότι προετοιμάζει πολεμικό πλοίο), προσπάθησε κατ’ επανάληψιν να τις ανασχέσει με δημευτικές αποφάσεις και αποστολές επιθεωρητών για έλεγχο. Η Μπουμπουλίνα, κατάφερε να προστατέψει τα πλοία της, με την βοήθεια και των Ρώσων, επικαλούμενη το γεγονός ότι τα πλοία της έφεραν ρωσική σημαία, αλλά και το ότι ο σύζυγός της είχε προσφέρει υπηρεσίες στον ρωσικό στόλο. Δεδομένης λοιπόν της καταστάσεως αυτής, ένας αφορισμός ήταν το πλέον κατάλληλο όπλο για την αντιμετώπιση του κινδύνου που οι Οθωμανοί διέβλεπαν. Οι συγκεκριμένοι πρακτικοί σκοποί που θα εξυπηρετούσε αυτός ο αφορισμός, ήταν αφ’ ενός ο εκφοβισμός της ίδιας της Μπουμπουλίνας κι αφ’ ετέρου η ηθική και οικονομική της εκγύμνωση. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός, ότι ουδέποτε έγινε άρση του αφορισμού αυτού, ούτε ακόμη κι όταν η Μπουμπουλίνα, κατόπιν αυτού, εξέθεσε δημόσια την περιουσιακή της κατάσταση την 15η Οκτωβρίου 1820 ενώπιον των προεστών των Σπετσών, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο διευθέτησης των οικογενειακών της εκκρεμοτήτων. Η εξαγωγή συμπερασμάτων επαφίεται στην κρίση του καθενός…

Ηλίας Παπαθανασόπουλος

«Μπουμπουλίνα, ο αφορισμός της από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ και η συμμετοχή της στην Επανάσταση», Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 55, Ιανουάριος 1973, σελ. 104-109. argolikivivliothiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου