Ο εφιάλτης της Κασσάνδρας: Ξερίζωνε τις τρίχες του πρωθυπουργού - Αφιερωμένο στους άνεργους και στους φτωχούς


11/1/2023

          Του πρωινού το άρμα ακολουθούσε την καθιερωμένη προαιώνια πορεία του, αμέτοχο στις διαθέσεις των ανθρώπων. Έτσι, δεν άκουσε ο οδηγός του την κραυγή της Κασσάνδρας, παρόλο που έριχνε από το μαγικό του φίλτρο τις πρώτες σταγόνες χάραμα στο δωμάτιο της, στην πόλη της, στην πατρίδα της.

          Αλαφιασμένη, εγκατέλειψε το κρεβάτι, σκουπίζοντας με το ένα χέρι τον ιδρώτα του προσώπου, ενώ με το άλλο έσπρωχνε προς τα πίσω τα πύρινα μαλλιά της.

          -Να πάρει η οργή! Σαν να τον σκότωσα πραγματικά αυτόν τον… άντρα! Τόσο ζωντανός και βίαιος ο εφιάλτης! Χριστέ μου!

          Έτρεξε στο μπάνιο και προσπάθησε με του νερού τη μοναδική υφή να εξαφανίσει τα χνάρια της απελπισίας και του αδιέξοδου. Ταυτόχρονα, μουρμούριζε, έκλαιγε και γελούσε. «Δε μου αρέσει να είμαι θύμα, αλλά, είμαι! Θύμα της ανεργίας, των φόβων και των ενστίκτων μου!».

          -Πάλι με θορύβους γέμισες το σπίτι! Ίσα που ξημέρωσε! Η γεμάτη μομφή φωνή του αδερφού της την κατακεραύνωσε.

          -Ας έκλεινες τουλάχιστον την πόρτα! Μπορεί να κατάφερνα να κοιμηθώ λίγο ακόμα… Μα, τι σου συμβαίνει; Γελάς; Κλαις;

          Ο Αλέξανδρος, παρά την έντονη ακόμα επιρροή του ύπνου, ένιωσε το φόβο της.

          -Συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Δηλαδή, για να πω την αλήθεια, καθόλου δε σε σκέφτηκα. Τρόμαξα τόσο πολύ από αυτόν τον εφιάλτη! Ξέρω, είμαι απαράδεκτη, εγωίστρια…

          Ένιωσε τη ζεστή αγκαλιά του, κι άρχισε να ηρεμεί. Την έσυρε ως το μικρό σαλόνι και την έβαλε να καθίσει πλάι του, στον φθαρμένο καναπέ. Τις τελευταίες εβδομάδες συχνά ξυπνούσε τρομαγμένη, δεν ήταν όνειρα αυτά που έβλεπε, ήταν αστυνομικές ταινίες ή ψυχολογικά θρίλερ.

          -Μου φαίνεται πρέπει να πάψεις να βλέπεις τηλεόραση. Σε επηρεάζει αρνητικά! Πλέον, απαγορεύονται οι ταινίες!

          -Σου ζήτησα συγγνώμη. Τι άλλο να κάνω; Και, δε βλέπω ταινίες!

          Έκανε να σηκωθεί, μα τη συγκράτησε.

          -Δε με νοιάζει που ξυπνώ νωρίς και σέρνομαι όλη μέρα! Γκρινιάζω βέβαια, αλλά, άνθρωπος είμαι, κουβαλώ κι εγώ τις αδυναμίες μου. Όμως, ανησυχώ για σένα, βασανίζεσαι τόσο πολύ! Κάτι πρέπει να κάνουμε, ίσως να επισκεφτούμε κάποιον ειδικό;

          Αλήθεια, τι είδες αυτή τη φορά; Σε κυνηγούσε πάλι κάποιος; Έπεσε ένας τοίχος πάνω σου, μα επέζησες; Ή κρατούσες ένα σκυλάκι στην αγκαλιά σου που άξαφνα μεταμορφώθηκε σε φίδι;

          Η Κασσάνδρα τον κοίταξε αγριεμένη, έτοιμη για φασαρία, αλλά το καλοσυνάτο, νυσταγμένο ακόμα, πρόσωπό του διέλυσε την επιθετική της διάθεση.

          -Αχ, πόσο σε ταλαιπωρώ! Συγγνώμη!

          -Άσε τις γαλιφιές, και πες μου τι είδες αυτή τη φορά;

          -Είδα… Παναγιά μου, είναι τόσο ζωντανό το σκηνικό! Πρώτη φορά επιμένει ένα όνειρο να διατηρείται ολοζώντανο, ενώ έχω ξυπνήσει!

          Είδα… Να, σκότωσα έναν άνθρωπο… Έναν άνθρωπο! Όχι έναν άγνωστο, μα… Έκρυψε με τρεμάμενα χέρια το πρόσωπό της.

          -Εμένα σκότωσες στο όνειρό σου και τρομοκρατήθηκες;

          -Όχι δα! Σκότωσα… αργά και βασανιστικά, τον… πρωθυπουργό! Του ξερίζωνα τις τρίχες από το κεφάλι… από τα χέρια… κι όπως αυτός ήταν δεμένος πάνω σε μια μαύρη καρέκλα, δεν μπορούσε ν΄ αντιδράσει… και τον χτυπούσα με μανία, με οργή, ασταμάτητα! Κι έπειτα, ένα όπλο στο χέρι μου! Πίεσα τη σκανδάλη χωρίς δισταγμό. Τον αμίλητο κι ανήμπορο άντρα, τον πρωθυπουργό, τον σκότωσα, και την ίδια στιγμή βουητό ξεσηκώθηκε στο χώρο, που όλο και δυνάμωνε… και μετά ξύπνησα.

          Το τρανταχτό γέλιο του Αλέξανδρου απλώθηκε στο σαλονάκι.

          -Σταμάτα να γελάς! Δεν είναι αστείο!

          -Και τι είναι Κασσάνδρα μου; Σκότωσες τον πρωθυπουργό! Τόσα προβλήματα που συγκλονίζουν την πατρίδα μας, δεν είναι παράξενο που… σκότωσες εκείνον που θεωρείς – έστω υποσυνείδητα – υπεύθυνο για την κατάντια μας. Μην ξεχνάς ότι είσαι κι εσύ θύμα, μέσα σε τόσα άλλα, της κρίσης. Έμεινες άνεργη. Ο ένας μετά τον άλλο θα βρεθούμε σ΄ αυτή τη θέση, αν δε γίνει ένα θαύμα. Αλλά…

          Ξέσπασε πάλι σε τρανταχτό γέλιο.

          -Να του ξεριζώνεις τις τρίχες… Για όνομα του Θεού!

          -Πάψε να γελάς, αναίσθητε! Του φώναξε επιτιμητικά, εγκαταλείποντας τη θέση της.

          -Θα ετοιμάσω καφέ… μουρμούρισε.

          -Με κοιτούσε παράξενα. Στην αρχή, ήταν αλαζονικό το βλέμμα του. Μετά, απορημένο. Ύστερα, χαμένο. Και τέλος, φοβισμένο. Είναι δυνατόν μια άγνωστη –αυτός βέβαια δε γνωρίζει τους κοινούς θνητούς – να τον σκοτώσει με τέτοιο ατιμωτικό τρόπο;

          Έχεις δίκιο όταν λες ότι φταίει η κρίση και η ανεργία. Όμως, όταν ένας πολιτικός, κατά την άποψή μας, δεν πράττει σωστά, τον στέλνουμε σπίτι του, δεν του κάνουμε αποτρίχωση κι αμέσως μετά τον σκοτώνουμε!

          Είμαι ικανή να σκοτώσω κάποιον, μόνο και μόνο επειδή με δυσαρέστησε; Τόση κακία κρύβω μέσα μου λοιπόν;

          -Αχ Κασσάνδρα, όνειρο ήταν, δε διέπραξες στ΄ αλήθεια έγκλημα. Εξάλλου, ξέρεις πόσοι Έλληνες έχουν τον ίδιο εφιάλτη με σένα;

          -Λες; Λες να υπάρχουν πολλοί που δολοφονούν στα όνειρά τους έναν πρωθυπουργό, γιατί έμειναν άνεργοι;

          -Χωρίς καμία αμφιβολία, υπάρχουν αμέτρητοι!

          -Καλά… Όμως, γιατί παραμένει ζωντανή η σκηνή του φόνου; Έχω ξυπνήσει πια! Το όνειρο, ωστόσο, δεν ξεθώριασε καθόλου! Με τρομάζει το φονικό, με τρομάζει ο εαυτός μου. Είμαι εν δυνάμει εγκληματίας;

          Έχω μείνει κι άλλες φορές στο παρελθόν άνεργη. Κάθε συναίσθημα και κάθε σκέψη, όταν δεν έχεις δουλειά, όταν ψάχνεις και καμία πόρτα δεν ανοίγει, επηρεάζεται με δραματικά ύπουλο τρόπο. Σιγά-σιγά. Χωρίς να το συνειδητοποιείς.

          Ναι, ξέρω πώς νοιώθουν οι άνεργοι αυτής της χώρας, αλλά και του πλανήτη ολόκληρου. Νοιώθουν ακίνητοι, μέσα σε μια κοινωνία που τρέχει, αλαφιασμένη και ξεμωραμένη, για να πετύχει με θεμιτά κι αθέμιτα μέσα τους σκοπούς της. Και, ποιοι είναι τελικά οι σκοποί της; Αναρωτήθηκαν, αναρωτιούνται ποτέ τα μέλη της; Πώς αυτή η περίφημη δημοκρατική κοινωνία καταφέρνει να ακινητοποιήσει έναν άνθρωπο που νοιώθει να κοχλάζει μέσα του η ενέργεια; Κι άραγε, πού καταλήγει αυτή η ενέργεια;

          Οι αμέτρητοι άνεργοι υποφέρουν εξαιτίας της απαξίας με την οποία η κοινωνία τους αντιμετωπίζει…

          Κι εγώ, βασανίζομαι, γιατί την καταδικάζω, αυτήν ακριβώς την κοινωνία μέσα στην οποία είμαι αναγκασμένη να ζω…

          Ποιος σε βλέπει, όταν είσαι άνεργος;

          Ποιος μυρίζει την αγωνία και τους φόβους σου;

          Ποιος ακούει το ουρλιαχτό σου, σαν ξεσπάς εξαιτίας των αδιεξόδων της απαξίας;

          Αμέτρητοι άνεργοι, στο παρελθόν. Μα σήμερα πια, που έχει ξεσπάσει το ηφαίστειο της παγκόσμιας κρίσης, όποια ενέργεια κι αν κουβαλούν μέσα τους οι άνεργοι, μεταμορφώνεται σε εφιάλτη! Και το ερώτημα είναι, αν αυτός ο εφιάλτης ξεφύγει από τον κόσμο του ονείρου και γλιστρήσει στην πραγματικότητα, τότε, τι θα συμβεί; Μήπως ο άνεργος φτάσει στο έγκλημα; Μήπως, εγώ, σκοτώσω κάποιον, επειδή με απαξιώνει, επειδή μου κλέβει το δικαίωμα να ζήσω δημιουργικά, ως σκεπτόμενος άνθρωπος;

          -Μην παραλογίζεσαι! Ένα κακό όνειρο είδες, εξαιτίας της πίεσης που αισθάνεσαι, πηγή της οποίας είναι η ανεργία και η κρίση. Δεν είσαι ικανή να σκοτώσεις άνθρωπο!

          -Δεν είμαι; Αν επρόκειτο μόνο για οικονομική κρίση, θα ήταν πιο εύκολη η απάντηση. Αυτή όμως συνυπάρχει με την κρίση αξιών και ιδανικών… Δεν είμαι ικανή να σκοτώσω; Κανείς δεν το ξέρει! Και, κανείς δεν μπορεί να πει, πόσα και ποια άσχημα είναι ικανός να διαπράξει ένας άνεργος. Ένας άνθρωπος που πεινά. Που δεν έχει να πληρώσει τους λογαριασμούς του. Που αντιμετωπίζει κάθε λεπτό την περιφρόνηση ή τον οίκτο του περιβάλλοντός του.

          Επίσης, ο άνεργος, ακόμα κι όταν βρει δουλειά, εξακολουθεί να έχει φοβική συμπεριφορά. Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εξαφανίσει τις συσσωρευμένες στην ψυχή και στο μυαλό φοβίες του.

          -Όλα όσα είπες κρύβουν αλήθειες μέσα τους. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι η πλειοψηφία των ανέργων θ΄ αναπτύξει παρόμοια συμπεριφορά. Άλλωστε, δεν έζησες μέσα σε τέτοιες ακραίες συνθήκες εξαθλίωσης, κατά συνέπεια τα λόγια σου είναι περισσότερο θεωρητικά.

          -Όχι, δεν είναι! Φώναξε, σχεδόν έξαλλη, η Κασσάνδρα.

          -Έχω μιλήσει με ανέργους, έχω παρατηρήσει τα πρόσωπά τους, τις κινήσεις τους, τις αντιδράσεις τους. Τέλος πάντων, ας μη μαλώσουμε! Εύχομαι να μη μείνεις ποτέ άνεργος, ποτέ, ποτέ!

          -Κασσάνδρα, δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω, πίστεψέ με! Απλά, σου το λέω ξανά, δεν είσαι ικανή να διαπράξεις έγκλημα. Μη φοβάσαι λοιπόν τόσο πολύ!

          Την έκλεισε στην αγκαλιά του τρυφερά.

          -Μη φοβάσαι, είμαι εδώ, δεν πρόκειται να πεινάσουμε. Αλλά, κι αν ακόμα πεινάσουμε, σίγουρα δε θα φτάσουμε στο έγκλημα!

          Η Κασσάνδρα απομακρύνθηκε από κοντά του, προσπαθώντας να δαμάσει την ακανόνιστη ανάσα της.

          -Ασχολήσου με τα καθημερινά σου, εγώ πάω να ξανακοιμηθώ, μουρμούρισε λυπημένη.

          -Προτείνω να φάμε πρωινό, έχω χρόνο για τα καθημερινά μου…

          -Άνθρωπο σκότωσα, κι εσύ μου ζητάς να φάω πρωινό!

          -Δεν τον σκότωσες! Κακό όνειρο ήταν! Προσπάθησε να είσαι ψύχραιμη, όλα θα πάνε καλά.

          Η Κασσάνδρα έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένη.

-Δεν ήταν κακό όνειρο, ήταν ο καθρέφτης της ψυχοσωματικής μου κατάντιας! Δεν έχω όρεξη για τίποτα! Επέστρεψε στο δωμάτιο της, νικημένη από τον αρνητισμό των σκέψεων της.

          Ο αδερφός της στάθηκε στην πόρτα, και δεν ήξερε αν έπρεπε να την παρηγορήσει ή να την αφήσει ήσυχη.

          -Το κακό είναι ότι και εκτός ύπνου θέλω να του ξεριζώσω του πρωθυπουργού τις τρίχες. Για κάθε ψευτιά που ξεστομίζει, για κάθε ουτοπία που μας ξεφουρνίζει, θέλω να του ξεριζώνω μία τρίχα. Πόσο κακός άνθρωπος είμαι, πόσο;

          -Σταμάτα να κλαίγεσαι, Κασσάνδρα! Πήγε κοντά της και την τράβηξε με το ζόρι από το κρεβάτι της.

          -Ακόμα και μπροστά σου να ερχότανε ο πρωθυπουργός, σιγά που θα του έβγαζες τις τρίχες. Άλλωστε, δεν θα ήταν πιο συνετό, να του ζητήσεις δουλειά;

          Η Κασσάνδρα, ακούγοντας τον αδερφό της, ξέσπασε σε γέλια.

          -Ξέρεις πολλούς πρωθυπουργούς να δίνουν δουλειά σε ανέργους, αδερφέ; Είπε η Κασσάνδρα, πηγαίνοντας προς την κουζίνα για να ετοιμάσει καφέ.

          -Εσύ, ξέρεις πολλούς άνεργους να ξεριζώνουν τις τρίχες ενός πρωθυπουργού; Ανταπάντησε ο Αλέξανδρος, γελώντας κοροϊδευτικά.

          -Ευτυχώς που έχω εσένα, αδερφούλη μου, να με τραβάς έξω από την μιζέρια μου, πριν αυτή με πνίξει! Σε ευχαριστώ! Του χαμογέλασε πλατιά, προσπαθώντας να κρύψει την μελαγχολία της.

          -Καλά που το κατάλαβες, Κασσάνδρα! Ξέρεις πόσοι άνεργοι και φτωχοί συνάνθρωποί μας είναι μόνοι; Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι η μοναξιά και η εγκατάλειψη είναι χειρότερες καταστάσεις από την ανεργία;

          Οι λέξεις του σαν μαγική αύρα την τύλιξαν. Έχει δίκιο! Μπορεί να είμαι άνεργη, αλλά δεν είμαι εγκαταλειμμένη, σκέφτηκε η Κασσάνδρα και αναθάρρησε.

          -Το επόμενο όνειρό σου, εύχομαι να είναι ένα όμορφο παραμύθι, στο οποίο εσύ θα πάρεις μια κατσαρόλα με φαγητό και θα πας να την μοιράσεις στους άστεγους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα! Είπε ο Αλέξανδρος και η Κασσάνδρα όρμησε και του έκανε την πιο ζεστοτρυφερή αγκαλιά.

          -Σε ευχαριστώ, αδερφέ μου, σε ευχαριστώ, ψιθύρισε πάνω στο στήθος του.

          Του εφιάλτη οι παρενέργειες εξαφανίστηκαν μέσα στην θαλπωρή της αγάπης και του σπιτικού.

          Η Κασσάνδρα ήταν άνεργη, αλλά δεν ήταν μόνη.

          Είθε οι άνεργοι και οι φτωχοί να βρουν, πριν ακόμα κι από ένα πιάτο φαγητό, μια ζεστή αγκαλιά κι έναν παρήγορο λόγο. Είθε. 

Νίκη Μάρκου - Συγγραφέας 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου