Δολιανά – Βέρβενα
Του Λεωνίδα το σπαθί, Νικηταράς θα το φορεί, Τούρκος να το δει λαβώνει, θ΄ αποθάνει δε γλυτώνει.
Μάιος
του 1821. Λίγες ημέρες μετά την νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι. Η Μπουμπουλίνα, ο
Τσώκρης και ο Στάικος, που πάσχιζαν για την πολιορκία τ΄ Αναπλιού, μηνύουν του
Κολοκοτρώνη ότι χρειάζονται βοήθεια. Και ο αρχιστράτηγος, αφού είχε κρίνει ότι
το σχέδιο για την πολιορκία της Τριπολιτσάς προχωρούσε καλά, δεν είχε αντίρρηση
να στείλει βοήθεια. Με αρχηγό τον Νικηταρά.
“Πήρε
και πενήντα στρατιώτες από το στρατόπεδο του Βαλτετσιού, πενήντα απ΄ του
Χρυσοβιτσιού και πενήντα απ΄ τα Βέρβενα και την πρόσθετη αποστολή να στείλει
στα ορδιά που βρίσκονταν γύρω απ΄ την Τριπολιτσά μολύβι και κριθάρι απ΄ τον
κάμπο της Αργοναυπλίας, γιατί εκεί γίνονταν πρώιμα, κα να στέλνει στον
Κολοκοτρώνη ότι πληροφορίες θα έχει από τη Στερεά Ελλάδα σχετικά με τις
κινήσεις των Τούρκων”.
Ο
Νικηταράς φρόντιζε να τροφοδοτεί τους μαχητές με όπλα και τροφή, αλλά και τον
αρχιστράτηγο με πληροφορίες. Είναι σαφές ότι ο Νικηταράς δεν ήταν μόνο καλός
και γρήγορος στα όπλα, αλλά και στο να συλλέγει πληροφορίες που βοηθούσαν την
εξέλιξη του Απελευθερωτικού Αγώνα.
“Με
τους εκατόν πενήντα που τραβούσαν για τ΄ Ανάπλι, βρίσκονταν και ο αδερφός του
Νικηταρά, ο Νικόλας, που είχε κι αυτός υπηρετήσει αξιωματικός στα Εφτάνησα, κι
ο Κωνσταντής Αλεξανδρόπουλος από τη Στεμνίτσα, φίλος του Κολοκοτρώνη.
Μόλις
είχανε βγει ένα τέταρτο έξω απ΄ τα Δολιανά, παίρνοντας το δρόμο για το Άργος,
τρέχουνε το κατόπι τους Δολιανίτες και τους φωνάζουν να γυρίσουν πίσω γιατί
έρχονται οι Τούρκοι”.
Οι
τούρκοι δεν ησύχαζαν, ζητούσαν με κάθε τρόπο και να ξεπλένουν την προηγούμενη
ντροπή της ήττας στο Βαλτέτσι αλλά και να επιβληθούν ξανά στους Έλληνες. Σκοπός
τους ήταν λοιπόν να διαλύσουν το στρατόπεδο των Ελλήνων στα Βέρβενα και από
εκεί να προχωρήσουν στη Μπαρδούνια και στον Μυστρά. Είχαν καταφέρει οι τούρκοι
αυτών των περιοχών να πείσουν και τον Κεχαγιάμπεη πως ήταν ικανοί να εξοντώσουν
τους Έλληνες.
Έτσι “δέκα
χιλιάδες τούρκοι, εφοδιασμένοι με κανόνια, τσαντήρια κ.λπ. θέλησαν να
ξαναδοκιμάσουν άλλη μια φορά την τύχη τους, στις 18 του Μάη.
Χωρίστηκαν
σε τρεις κολόνες. Η μια τραβούσε με τους Δολιανίτες, η άλλη προς τα Βέρβενα και
η τρίτη έκανε κατά το Δραγούνι”.
Η
κατάσταση είχε δυσκολέψει και βέβαια ο Νικηταράς δεν μπορούσε να προχωρήσει
βάσει του αρχικού σχεδιασμού, παρά έπρεπε να βοηθήσει τους Έλληνες στο σημείο
όπου βρισκόταν.
Ήταν
μάλιστα αποφασισμένος να βοηθήσει τους Δολιανίτες, παρά τον θυμό που αυτοί προκάλεσαν
στους μαχητές του, ακόμα και στον ίδιο τον αδερφό του τον Νικόλα. Ο οποίος,
θυμωμένος μαζί τους γιατί δεν τους έδωσαν κάποια πράγματα που είχαν ζητήσει,
είπε του Νικηταρά:
“Πάμε εις τον δρόμον μας και ας μην αφήσουν
απ΄ αυτούς οι Τούρκοι ούτε ρουθούνι”. Μέσα στον θυμό και στην αγανάκτηση,
είπε λόγια που δεν τα πίστευε, αλλά μπορεί και να είχε απομακρυνθεί από τον
τόπο αυτό. Ωστόσο, ο Νικηταράς δεν άφηνε κανένα προσωπικό συναίσθημα να
επηρεάζει την έκβαση του Αγώνα τους. Και απάντησε:
“Όχι, εγώ διά Περσιάνους πάω εις το Ανάπλι
γυρεύοντας, και τώρα όπου τους ηύρα εδώ να τους αφήσω; Δεν το κάμνω!”.
Ο
Νικηταράς γύρισε πάλι στα Δολιανά, και γρήγορα μάζεψε όσο περισσότερους
μπορούσε κοντά του, περίπου πενήντα μαχητές με καπεταναίους τον Θανάση Μητρομάρα
και τον Ηλία Κωνσταντόπουλο ή Λιάπη, και άλλους 100 περίπου Αγιοπετρίτες υπό
των Θεόδωρο Αντωνάκη, Θεόδωρο Πολίτη και Αναγνώστη Προεστάκη.
«Ας
προσέξουμε και τα ονόματα των άλλων μαχητών, επιτέλους! Γιατί όλοι μαζί έκαναν
την Επανάσταση! Είναι τόσο άδικο που δεν μαθαίνουμε για όλους τους γενναίους
μας» φώναξε ο Νικήτας και η Καλλιόπη συμφώνησε μαζί του.
«Να γράψεις
στο έργο σου, στρατιώτη, αυτή την παρατήρηση» τον ενθάρρυνε «να προβληματίσεις
τους αναγνώστες σου. Ήταν πολλοί οι αγωνιστές του 1821, και ήταν λίγοι οι
προδότες πολιτικοί. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στον καιρό σου!»
«Γιατί
καταφέρνουν οι λίγοι να βλάψουν το έθνος, και μετά οι πατριώτες θυσιάζουν την
ζωή τους για να το σώσουν; Γιατί οι πατριώτες δεν δρούμε έγκαιρα; Βάζω και τον
εαυτό μου μέσα στους δειλούς» είπε με πίκρα ο Νικήτας.
«Ως
μούσα των ηρωικών πράξεων, εγώ, δεν πρέπει να απαντήσω σ΄ αυτό το ερώτημά σου,
στρατιώτη. Ένα είναι βέβαιο: Αν εσείς δεν κάνετε ηρωικές πράξεις, εγώ δεν θα
μπορώ να πω τίποτα για εσάς στους μελλοντικούς Έλληνες».
Ο
Νικήτας ξεροκατάπιε.
«Θα
είναι σαν να μην υπήρξαμε ποτέ».
«Ακόμα
χειρότερα, στρατιώτη! Υπήρξατε, αλλά δεν κάνατε τίποτα για να σώσετε την
πατρίδα από τις προδοσίες. Ωστόσο» πρόσθεσε η Καλλιόπη βλέποντας το ωχρό του
πρόσωπο «μην αποθαρρύνεσαι. Έστω και αργά, οι Έλληνες πάντα βρίσκουν τον δρόμο
των ηρωικών πράξεων, κι ας είναι κακοτράχαλος!»
Βλέποντας
ότι ο στρατιώτης είχε παραδοθεί στον κυματισμό των συναισθημάτων του, ξερόβηξε
δυνατά. «Ας γνωρίσουμε τι έκανε ο Νικηταράς, αφού πια συγκεντρώθηκαν γύρω του
και οι άλλοι μαχητές» είπε και διάβασε από το βιβλίο του Στασινόπουλου.
Οι
μαχητές είχαν κλειστεί σε δεκατρία σπίτια, τα πιο γερά του χωριού.
“Η
προσβολή κατά των Δολιανών ήρξατο ευθύς, και οι υπό τον Νικήταν αντέκρουον
άφοβοι, μιμούμενοι τους εν Βαλτετσίω και το παράδειγμα αρχηγού γενναίου”, λέει
ο Φιλήμονας.
“Οι
Τούρκοι ξαπόλυσαν γιουρούσι ορμητικό θέλοντας να ξεπλύνουν τη ντροπή του
Βαλτετσίου. Μα οι κλεισμένοι τούς απαντάνε με θανατερή φωτιά. Ο Νικηταράς είχε
πιάσει το σπίτι του Χριστοφίλη και τη σημαία την είχε στο σπίτι του Καραμήτρου,
που το άρχισαν οι εχθροί στο κανονίδι, νομίζοντας πως εκεί βρίσκεται ο αρχηγός.
Σημάδεψαν
τις πόρτες και τις τρύπησαν. Αλλά οι δικοί μας είχανε φτιάσει από μέσα πρόχειρο
τοίχο. Κι από μια τρύπα, που άνοιξε μια κανονιά, σημαδεύει ένας Βαρβιτσιώτης
και σκοτώνει τον αρχιπυροβολητή… Από τις τρύπες που άνοιγαν τα κανόνια κι από
τις πρόχειρες πολεμίστρες που είχαν ανοίξει στα σπίτια που κλείστηκαν οι δικοί
μας, σημάδευαν κατά προτίμηση τους Τούρκους αξιωματικούς.
Ο
Κεχαγιάμπεης από τις ζημιές που πάθαινε το πυροβολικό του και το σκοτωμό του
αρχιπυροβολητή, διατάζει να σταματήσουν τα κανόνια. Και η μάχη κράταγε με ψιλή
φωτιά”.
Η
πραγματικότητα του πολέμου. Σκληρή και αδυσώπητη. Αίμα, αγωνίες, φόβοι,
ελπίδες, όλα ένα σώμα και ήταν το σώμα των μαχητών. Με αρχηγό τον Νικηταρά που
οργάνωνε τις εφόδους των αντρών με επιτυχία και τρομοκρατούσαν όλοι μαζί τους
εχθρούς. Ο Νικηταράς δεν είχε πάει σε κάποια σχολή πολέμου για να μάθει την
τέχνη του. Ήταν ο ίδιος σχολή πολέμου που γεννήθηκε μέσα από την βαθιά ανάγκη
του για λευτεριά! Την κατείχε στα κύτταρά του ο γενναίος και πανέξυπνος
αγωνιστής του 1821.
Μα
και οι άλλοι Έλληνες σιμά του με τον ίδιο παλμό μάχονταν. Κι εκείνοι που ήταν
παραδίπλα του, έτσι μάχονταν με αρχηγό τα ίδια τους τα κύτταρα που φωτίζονταν
από τον πόθο της ανεξαρτησίας.
Στα
Βέρβενα, περίπου δυόμισι χιλιάδες Έλληνες πάλευαν κατά των τούρκων, και αυτός
ήταν ο λόγος που δεν μπορούσαν να τρέξουν να βοηθήσουν τον Νικηταρά και τους
μαχητές του στα Δολιανά. Εκεί, οι τούρκοι χτυπούσαν κυκλωτικά. Ένα δικό τους
σώμα το χτύπησαν λίγοι Έλληνες υπό τον Δ. Διγενή. Πολέμησαν γενναία μα ήταν
λίγοι και οχτώ, μαζί και ο αρχηγός τους, σκοτώθηκαν, στο Δραγούνι.
Ένα
άλλο σώμα τούρκων πήγαινε κατά τα Βέρβενα. Ήταν πολλοί οι βάρβαροι και
μανιασμένοι. Έτσι, οι λιγότεροι δικοί μας πάλευαν να τους κρατήσουν έξω από το
χωριό. Και οι κάτοικοι του χωριού πήραν τα όπλα. Όλοι μαζί οι Έλληνες έδιναν
σκληρές μάχες κατά των τούρκων. Οι οποίοι είχαν καταφέρει δύο φορές να υψώσουν την
σημαία τους, και δύο φορές οι Έλληνες είχαν καταφέρει, παρότι λιγότεροι, να την
κατεβάσουν!
Οι
τούρκοι άρχισαν να απογοητεύονται, να χάνουν το θάρρος τους. Και ναι άρχισαν να
παίρνουν τον δρόμο της φυγής.
“Ο
Νικηταράς όταν είδε ότι τσάκισαν οι Τούρκοι στα Βέρβενα κι έρχονται
κυνηγημένοι, τραβάει το γιαταγάνι και πρώτος από όλους τους κλεισμένους που
ακολουθούν, ορμάει σε γιουρούσι, ενάντια σ΄ αυτούς που τους πολιορκούσαν. Αυτοί
βλέποντας ότι θα χτυπιώνται τώρα από δυο μεριές, έχασαν το ηθικό τους και τόβαλαν
στα πόδια”.
Δολιανά
και Βέρβενα. Οι Έλληνες ένωσαν τις δυνάμεις τους και κατατρόπωσαν τους
υπεράριθμους τούρκους. Λαμπρές σελίδες της ελληνικής ιστορίας. Οι εχθροί
κόντεψαν να πάθουν ήττα χειρότερη και από την μάχη του Βαλτετσίου!
“Καμμιά
διακοσαριά νεκρούς είχαν οι Τούρκοι στα Δολιανοβέρβενα, ξέχωρα οι λαβωμένοι.
Απ΄ τους δικούς μας σκοτώθηκαν πέντε και πληγώθηκαν αλαφρά δύο. Τα κανόνια και
τ΄ άλλα εφόδια πολέμου, τα πήραν λάφυρα οι Έλληνες”.
Μεγάλο
το πάθημα των τούρκων στα Δολιανοβέρβενα και το ηθικό τους υπέστη καίριο
πλήγμα! Αντίθετα, το ηθικό των Ελλήνων μαχητών είχε ανέβει σε θεϊκά φτερά και
κάλπαζε προς την Ελευθερία.
Ο
Νικηταράς διαδραμάτισε σε αυτήν την νίκη τον ρόλο του πρώτου!
“Η
φήμη του Νικηταρά ξαπλώθηκε στο Πανελλήνιο. Πρωταγωνιστής και συντελεστής της
νίκης αυτής που είναι από τις σημαντικές του μεγάλου αγώνα, διακρίθηκε όπως
πάντα, για την παλικαριά του και τον πατριωτισμό του. Ήτανε ήρωας κι αρχηγός
της μάχης στα Δολιανά”.
Την
λεβεντιά του απαθανάτισε ο ποιητής Τσοπανάκος, ο αποκαλούμενος Τυρταίος της
Επανάστασης:
Του Λεωνίδα το σπαθί
Νικηταράς θα το φορεί
Τούρκος να το δει λαβώνει
θ΄ αποθάνει δε γλυτώνει.
«Ο
ατρόμητος Νικηταράς ήξερε ότι ο πόλεμος κατά των τούρκων δεν ήταν ευθεία
γραμμή, πάω από το ένα σημείο στο άλλο και πετυχαίνω τον σκοπό μου» σημείωσε ο
στρατιώτης στα χαρτιά του. «Έκανε τους απαιτούμενους ελιγμούς, σταματούσε όπου
υπήρχε ανάγκη εξόντωσης του εχθρού, πραγματοποιούσε επιθέσεις άφοβα και κατά
μέτωπο, χρησιμοποιούσε το μυαλό του, μάζευε πληροφορίες που θα αποδεικνύονταν
άκρως ωφέλιμες για το καλό του Αγώνα! Πόσα πράγματα ταυτόχρονα έκανε αυτός ο
άνδρας!» Ο στρατιώτης έγραφε τον θαυμασμό του για τον Νικηταρά και η μούσα
Καλλιόπη τον παρακολουθούσε ικανοποιημένη.
«Είναι
ώρα να μεταβούμε στην επομένη μάχη του ήρωα μας» του υπενθύμισε με την
στεντόρεια φωνή της. «Στο Ανάπλι».
Απόσπασμα από το βιβλίο "ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ - Ο άμεμπτος Στρατηγός του 1821
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου