14 Αυγούστου 1996 - 14 Αυγούστου 2020
Παραμονή της Παναγιάς. Για να μην τουρκέψει ο Ελληνισμός, θυσιάστηκε ο Σολωμός Σολωμού! Ποιος μπορεί μέσα σε λέξεις να "κλείσει" την αντρειοσύνη και την υπέρτατη θυσία αυτού του Παλικαριού; Κανείς δεν μπορεί, μονάχα να, προσπαθεί...
Χθες βράδυ ήρθε στο όνειρό μου ο Σολωμός.
Για κλάσματα του δευτερολέπτου, είδα το λεβέντικο κορμί του να στέκεται μπροστά μου. Δέος με κυρίευσε. Το μεγαλείο του Έλληνα γέμιζε το βλέμμα, το μυαλό, ολόκληρη την ύπαρξή μου.
Κι έπειτα, βρέθηκε αιμόφυρτος στην γη. Τον πήρε στην αγκαλιά του ο ιατροδικαστής, ο Μάριος Ματσάκης. Πάλευε να τον σώσει, στα χέρια του πάνω γλυστρούσε το αίμα του ήρωα, το αίμα που ξεπηδούσε από μεγαλοσύνη του θνητού Σολωμού κι έβαφε την γη, για να τον υψώσει έτσι στους τόπους των Αθανάτων.
"Δεν τα καταφέρνω! Δεν τα καταφέρνω! Δεν μπορώ να σώσω το Παλικάρι μου! Μισώ τους Τούρκους γι΄ αυτό που σου έκαναν, που σε δολοφόνησαν άνανδρα και ύπουλα!" Το ουρλιαχτό του ιατροδικαστή τρυπούσε τις ψυχές των Ελλήνων.
Μα μέσα στο όνειρο, τα αδύνατα γίνονται δυνατά. Ο Σολωμός, μ΄ αυτή την απαράμιλλη θωριά του Αθανάτου, μιλούσε στην μάνα του:
Τρεις μέρες ο πόνος κατέτρωγε τα σωθικά μου. Η θλίψη απλωνόταν σαν σάβανο στην ψυχή μου. Η οργή, σαν θεριό ανήμερο, ξέσκιζε τις σκέψεις μου.
Δολοφόνησαν τον φίλο μου, τον αδερφό μου, τον Τάσο, τον αναντικατάστατο. Με πέτρες, με λοστούς, με κλωτσιές και με μπουνιές, τον ξυλοκοπούσαν μέχρι θανάτου. Τα καθάρματα οι Τούρκοι παρέμεναν ατιμώρητα. Τα καθάρματα οι ξένοι ζούσαν σαν να μην έγινε το φονικό.
Αλλά, η δική μου ζωή είχε κι αυτή δολοφονηθεί από τους Τούρκους, η ψυχή μου χυνόταν πάνω στην ματωμένη γη του Ελληνισμού, πάνω στο σώμα του ήρωα, του Τάσου μου.
Τρεις μέρες.
Οι Τούρκοι κοιτούσαν εμάς τους Έλληνες με ακόμα μεγαλύτερο μίσος, αν είναι δυνατόν! Μα πια το μίσος τους ήταν ποτισμένο με κανιβαλιστική αλαζονεία.
"Σας σκοτώνουμε και φεύγουμε ανενόχλητοι και κυρίαρχοι!" Ακούω αυτές τις φρικιαστικές κραυγές τους, παντού, παντού αντιλαλούν οι απαίσιες φωνές τους.
Τρεις μέρες.
Μάνα, δεν άντεχα να βλέπω την τουρκική σημαία στον ιερό μας τόπο να κυματίζει. Πώς αντέχεται η υποδούλωση και η ταπείνωση;
Τρεις μέρες.
Η ερώτηση ξεπέρασε σε ύψος το βουνό των θεών, τον Όλυμπο. Πήγαινε όλο και ψηλότερα, άγγιζε τους ουρανούς του Ελληνισμού και της Αθανασίας.
Ήθελα ελεύθερος να ζω. Χωρίς την τουρκική σημαία να δηλητηριάζει το αιώνιο είναι των Ελλήνων.
Είναι έγκλημα να θέλεις την πατρίδα σου πίσω; Είναι έγκλημα να ποθείς την λευτεριά;
Αχ, μάνα μου!
Ο θάνατος δεν ήταν φαρμάκι. Ήταν λύτρωση.
Πηγαίναμε προς το οδόφραγμα της Δερύνειας για να εναποθέσουμε στεφάνια και λουλούδια εκεί, εκεί που δολοφονήθηκε ο Τάσος Ισαάκ.
Κι εγώ, στο βήμα των άλλων πήγαινα. Στην αρχή.
Μάνα μου. Δεν κατάλαβα πότε η λευτεριά μ΄ αγκάλιασε με τα τεράστια φτερά της. Ήταν τόσο ξαφνικό τούτο το αγκάλιασμα! Και με σήκωσε σαν να ήμουν πούπουλο! Δεν πρόλαβα να πετάξω το τσιγάρο από τα χείλη μου. Ανέβαινα, ανέβαινα μάνα μου! Ήμουν κοντά στην εχθρική σημαία. Θα την κατέβαζα. Γιατί αυτοί που την υπηρετούσαν, σκότωναν άνανδρα και ύπουλα τον Ελληνισμό, όπως σκότωσαν τον Τάσο μου. Ανέβαινα.
Αχ μάνα μου. Η σφαίρα με βρήκε. Διαπέρασε την ύπαρξή μου την γήινη. Μα δεν άγγιξε το πνεύμα μου.
Μάνα, τις τελευταίες μου στιγμές, ένοιωθα πιο Έλληνας, πιο ζωντανός, μοναδικά ελεύθερος, παρά ποτέ!
Μάνα μου, κόρη του Ελληνισμού, μην κλαις, μην θρηνείς. Αυτός ο θάνατος ήταν λύτρωση!
Τρεις μέρες σε μια στιγμή.
Πολλά χρόνια σκλαβιάς, σε μια στιγμή μπορούν να ανατραπούν. Πώς;
Όταν οι Έλληνες πάψουν να πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι, ενώ είναι υπόδουλοι. Κι όταν καταλάβουν ότι η λευτεριά του έθνους δεν υπακούει σε λογικές συμφερόντων.
Μην επιτρέψετε να τουρκέψει ο Ελληνισμός, όχι... όχι...
Το όνειρο έσβησε... Έμεινε όμως ολοζώντανος στο μυαλό μέσα, ο Έλληνας μάγκας ρσενικός, ο Σολωμός Σολωμού! Α Θ Α Ν Α Τ Ο Σ
Νίκη Μάρκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου