Μακεδονία Γη Ελληνική - Ένας Ιταλός συγγραφέας θ ε ο π ο ι ε ί τον Μ. Αλέξανδρο!

26/8/2020

Είδε, χωρίς να ξέρει πώς έγινε αυτό κατορθωτό, τον Ιταλό συγγραφέα, Μάσιμο Μανφρέντι, σκυμμένο πάνω σε λευκές σελίδες. Οι οποίες δεν άργησαν να γεμίσουν με αράδες που υμνούσαν τον Αλέξανδρο τον Έλληνα από την Μακεδονία.

          Οι τέσσερις μάγοι κινούνταν με ήρεμο βήμα προς την κορυφή του βουνού που ήταν γνωστό ως βουνό του φωτός. Ο καθένας από αυτούς ερχόταν από ένα διαφορετικό σημείο του ουρανού και στην πλάτη του κουβαλούσε πλαγιαστά έναν σάκο με μυρωδικά ξύλα που θα έριχνε στον βωμό της θυσίας.

          Ο μάγος του χαράματος, ήταν ντυμένος με μετάξι ροζ και μπλε αποχρώσεων και φορούσε σανδάλια στα πόδια… Ο μάγος του δειλινού φορούσε έναν χρυσό μανδύα κοκκινωπών αποχρώσεων… Ο μάγος του μεσημεριού είχε πάνω του έναν κατακόκκινο μανδύα με χρυσές ανταύγειες… Ο μάγος της νύχτας ήταν τυλιγμένος με ένα μαύρο πανωφόρι με ασημιές ανταύγειες…

          Βάδιζαν με τον ίδιο ρυθμό, σαν να παρακινούνταν από την ίδια μουσική που μόνο αυτοί άκουγαν, και τελικά έφτασαν στον ναό ακριβώς την ίδια χρονική στιγμή, σαν να ήταν συνεννοημένοι, παρά το γεγονός ότι ο καθένας είχε έρθει από διαφορετικό δρόμο…

          Έφτασαν ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο και γύρω τους απλωνόταν το λαμπερό μαργαριτάρι του πρωινού φωτός…

          Οι τέσσερις μάγοι αλληλοκοιτάχτηκαν και πλησίασαν ο ένας σιμά στον άλλο και προχώρησαν προς τον βωμό. Η ιεροτελεστία ξεκίνησε με τον μάγο του χαράματος που σχημάτισε ένα μικρό τετράγωνο με το σανταλόξυλό του. Πάνω σε αυτό ο μάγος του μεσημεριού ακούμπησε ξυλάκια ακακίας, ενώ ο μάγος του δειλινού άφησε εκεί πάνω ξυλάκια κέδρου, τα οποία είχε συλλέξει από το δάσος που βρισκόταν στο βουνό Λίβανον… Στο τέλος, ο μάγος της νύχτας εναπόθεσε εκεί πάνω καθαρό και περιποιημένο δρυόξυλο από τον Καύκασο, δρυόξυλο που το είχε σχίσει η αστραπή και το είχε ξεράνει ο ήλιος των βουνών. Έπειτα, και οι τέσσερις έβγαλαν από τους σάκους τους τις άγιες πέτρες που κουβαλούσαν, τις έτριψαν μεταξύ τους δημιουργώντας μπλε σπινθήρες που πετάχτηκαν πάνω στο σωρό των ξύλων που άρχισε να φλέγεται, στην αρχή αδύναμα, και μετά, όλο και πιο δυνατά και πιο ζωηρά. Οι φλόγες άλλαζαν τα χρώματά τους σε απαλό μπλε και σε άσπρο, μέχρι που θύμιζαν «την φωτιά του ουρανού», τον Θεό της αλήθειας και της δόξας, τον Κύριο του χρόνου και της ζωής. Εκτός από την φωνή της φωτιάς, που μουρμούριζε το προαιώνιο ποίημά της, τίποτα άλλο δεν ακουγόταν στον χώρο, ούτε καν η ανάσα των τεσσάρων ανδρών, που κοιτούσαν μαγεμένοι και ακίνητοι.

          Έτσι θαμπωμένοι κοιτούσαν τον πέτρινο βωμό καθώς και την αγία φλόγα που μεταμορφωνόταν σε μια μορφή. Το καθάριο φως της μορφής, ο θαυμαστός χορός της φωτιάς της, έκαμε τις προσευχές για τον λαό και τον βασιλιά του να υψώνονται προς τον ουρανό – έναν βασιλιά μεγάλο, τον βασιλιά όλων των βασιλέων, ο οποίος βρισκόταν τελικά μακριά από τον τωρινό τόπο, και καθόταν σε θρόνο μιας μεγαλοπρεπούς αίθουσας, σε πύργο στην αλησμόνητη Περσέπολη, μέσα σε ένα δάσος από χρυσοκόκκινους κίονες και λιοντάρια με απειλητικές όψεις.

          Σε αυτόν τον μαγικό και απομονωμένο τόπο, αυτήν την ώρα του χαράματος, δεν ακουγόταν τίποτα, και ακριβώς έτσι έπρεπε να είναι, για να μπορεί η ουράνια φωτιά να μεταμορφώνεται και να κινείται, έτσι όπως ορίζεται από την φύση της, μια φύση θεία, που ζητά πάντα να κινείται μπροστά, προς μια αυτοκρατορία, προς τον φλογισμένο ουρανό από τον οποίο κατάγεται.

          Αλλά, ξαφνικά, μια δυνατή πνοή ξεπετάχτηκε και μπλέχτηκε με τις φλόγες και έσβησε την φωτιά, ακόμα και τα καιόμενα ξυλάκια έγιναν καμένος άνθρακας μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μάγων, μέσα σε δευτερόλεπτα.

          Δεν ακολούθησε τίποτα άλλο, ούτε δεύτερο σημάδι υπήρξε, κανένας θόρυβος δεν πλανήθηκε εκτός από την κραυγή του γερακιού που πέταξε προς τον ουρανό, και ούτε ακούστηκαν κάποιες λέξεις. Κακά προαισθήματα φώλιασαν μέσα στους τέσσερις άντρες που βρίσκονταν γύρω από τον βωμό, και πια έκλαιγαν βουβά.

          Σε μια μακρινή χώρα, στα δυτικά, την ίδια ώρα, μια νέα γυναίκα έφτανε τρέμοντας στην βαλανιδιά ενός παλιού ιερού, κρατώντας στην αγκαλιά της για πρώτη φορά το παιδί της. Ήθελε να ζητήσει από τους θεούς την ευλογία τους γι΄ αυτό το παιδί. Το όνομα της νέας γυναίκας ήταν Ολυμπιάδα. Το όνομα του παιδιού το αποκάλυψε η θύελλα, η οποία τράνταξε τις αιωνόβιες βουνοκορφές και σήκωσε ψηλά από την γη το χαλί των νεκρών φυλλωμάτων τους:

                             Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ο Σ

          Ο Θεόδωρος ανοιγόκλεισε τα μάτια του μια, δυο, τρεις φορές. Τι μου συμβαίνει; Παράξενα όνειρα γεμίζουν το βράδυ! Ποιον συγγραφέα ονειρεύτηκα; Και οι λέξεις του, γλαφυρά να ζωντανεύουν τον Αλέξανδρο, να τον τοποθετούν πάνω από τον άνθρωπο, κοντά, τόσο κοντά στο Θεό… Ο Θεόδωρος ανατρίχιασε. Αν εμείς σήμερα κρυφτούμε κι αφήσουμε τον εχθρό να δράσει, τον τούρκο ή τον βούλγαρο, θα είναι σαν να δολοφονούμε πάλι τον Αλέξανδρο. Τον βασιλιά των βασιλέων, με την θεία μοίρα και το τραγικό τέλος.

          Βημάτισε για λίγα λεπτά στο δωμάτιο ο Θεόδωρος, προσπαθώντας να καταλαγιάσει το πνεύμα του. Αν ήξερε ότι δεκαετίες αργότερα, το μακρινό γι΄ αυτόν έτος 2019, ένας πρωθυπουργός της Ελλάδος, ένας πρόεδρος της Ελλάδος και οι βουλευτές της κυβέρνησης θα πρόδιδαν την Μακεδονία, και θα έμπηγαν 153 + 1 μαχαιριές στην ψυχή του Αλέξανδρου, αν τα ήξερε όλα αυτά, ο Θεόδωρος σίγουρα δεν θα μπορούσε να βρει γαλήνη.

Απόσπασμα από το βιβλίο:
153+1 μαχαιριές στην καρδιά της Μακεδονίας - στην ψυχή της Ελλάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου