Βία, λεηλασία, φωτιές και η σλαβική σφαίρα διαπέρασε το γόνατο της δασκάλας: Αγγελική Φιλιππίδου, θυσιάστηκε για την Μακεδονία μας!


6/10/2021

Αγγελική Φιλιππίδου, θυσιάστηκε για την Μακεδονία μας, για να έρθει το σημερινό σαθρό πολιτικό σύστημα εξουσίας να την δολοφονήσει ξανά!!! Αίσχος!!! 

153 + 1 μαχαιριές στην Αγγελική Φιλιππίδου

          Λεπτή, και τόσο πελώρια σε σημασία, κορμοστασιά, καθάριο βλέμμα γεμάτο αγάπη για το έθνος και τους Έλληνες, χείλη τριανταφυλλένια που σκορπούσαν απλόχερα και με μοναδική ευγένεια τις γνώσεις που αποσκοπούσαν ένα διπλό στόχο, την απελευθέρωση από το σκοτάδι της αμάθειας, καθώς και από τον τούρκο και σλάβο εχθρό της πατρίδας. Η Αγγελική Φιλιππίδου, νεαρή δασκάλα, πονούσε όταν έβλεπε τους Έλληνες να χάνονται μέσα στην μιζέρια της σκλαβιάς, να σκύβουν το κεφάλι σε τούρκους και σλάβους για να καταφέρουν να ζήσουν, να αφήνουν την γλώσσα των προγόνων τους και την πίστη τους στο Θεό μέσα στα φτωχικά τους σπίτια πριν βγουν στον δρόμο και συναντηθούν με τους εχθρούς.

          Γίναμε σλαβόφωνοι και τουρκόφωνοι για να επιβιώσουμε! Αλλά, ήρθε η ώρα να τινάξουμε από πάνω μας την σκλαβιά! Πόσο ακόμα θα τους αφήνουμε να μας ρουφούν το αίμα; Σαν να μην μας έφταναν οι τούρκοι, τώρα έχουμε και τους βουλγάρους. Ανελέητα μας σφάζουν, τραγουδώντας προκλητικά «η Μακεδονία στην Βουλγαρία»! Φτάνει πια! Γενναίοι Μακεδονομάχοι θυσιάστηκαν για εμάς! Η σειρά μας τώρα! Έτσι μιλούσε στους αποθαρρημένους Έλληνες που είχαν αφεθεί στην κακιά τους μοίρα για χρόνους πολλούς… Ώσπου ήρθε αυτή η νεαρή δασκάλα, η Αγγελική, και άγγιξε τις καρδιές τους.

          Ήταν αδύνατον να μην την ακούσουν. Γιατί δεν έδινε μόνο γνώσεις στα παιδιά τα Ελληνόπουλα, μα έδινε και άμετρη αγάπη. Εκεί, στην σημερινή Αριδαία που τότε λεγόταν Καρατζόβα, διορίστηκε η Αγγελική από την Θεσσαλονίκη και βάλθηκε να ματαιώσει τα σχέδια των σλάβων που ζητούσαν να εξαφανίσουν κάθε ελληνικό στοιχείο και να χτίσουν δικό τους σχολείο. Δεν θα τους αφήσουμε να μας πάρουν το χωριό μας, την ελληνικότητά μας. Θα αγωνιστούμε, Έλληνες μου! Από τον Όμηρο, τον Αριστοτέλη, τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο πήραν μαθήματα οι Έλληνες που ξεπάστρεψαν τους εχθρούς εκεί κάτω, στην μισή Ελλάδα. Κι αν φαίνεται ότι μας ξεχνούν κατά καιρούς, εμείς έχουμε καθήκον να τους θυμίσουμε ότι είμαστε το ίδιο γένος το ελληνικό, το μακεδονικό. Και τότε, να είστε βέβαιοι, θα αφυπνιστούν. Θα γίνουν ένας Παύλος Μελάς. Θα μας βοηθήσουν στον αγώνα για την λευτεριά. Αρκεί εμείς να μην λυγίσουμε, αδέρφια!

          Σε κάθε παιδί μεταλαμπάδευε τις γνώσεις και σε κάθε γονιό έσπερνε την ελπίδα της αναγέννησης και της λευτεριάς. Όσες δυνάμεις έχω, θα τις δώσω στους Έλληνες μου, να μάθουν να στέκουν με το κεφάλι ψηλά, γιατί η δική τους γλώσσα, η ελληνική, είναι που πρέπει να ξέρουν, και όχι τα τουρκικά και τα σλαβικά που νομίζουν ότι τους σώζουν. Δεν σώνονται οι Έλληνες μιλώντας ξένες γλώσσες και σκύβοντας το κεφάλι στους ξένους. Σώζονται μόνο χάρη στην δική τους γλώσσα και ιστορία. Πεισμωμένη η Αγγελική, δίδασκε ακούραστα τους συμπατριώτες της, αλλά τους βοηθούσε και στις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Συνεργάστηκε και με έναν γιατρό, έτσι ώστε να εξασφαλίσει καλύτερη ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη για τους Έλληνες. Μιλούσε στις μάνες, ακούραστα, έτσι ώστε αυτές, ακολουθώντας τις συμβουλές της δασκάλας, να μεγαλώνουν πιο σωστά τα παιδιά τους. Μάθαινε σε όλους να αγαπούν την ζωή και να πιστεύουν στον Θεό. Με υγεία, γνώσεις και πίστη, τους έλεγε, ότι θα κατατροπώσουν κάθε εχθρό, φανερό ή κρυφό. Και όλοι αναζητούσαν την συμβουλή της, το ελπιδοφόρο χαμόγελό της. Το κακό ήταν πως οι σλάβοι είχαν καταλάβει το έργο της και την τεράστια επίδραση που ασκούσε στους σκλαβωμένους. Και οι τούρκοι ήξεραν ότι έπρεπε να εξοντωθεί η δασκάλα, αλλά δεν βιάζονταν τόσο, όσο οι σλάβοι. Άλλωστε οι τούρκοι, μετά από αιώνες κυριαρχίας, πίστευαν ότι εκείνοι θα ήταν οι νικητές, τελικά.

          Όσο η Αγγελική αναζωπύρωνε τις ελπίδες και συνέβαλε στην βελτίωση της καθημερινότητας των Ελλήνων, τόσο οι σλάβοι – αυτοί βιάζονταν να γίνουν νικητές – φθονούσαν την δασκάλα, αλλά και τον παππά, και κάθε Έλληνα που δεν έσκυβε το κεφάλι. Κι έκαναν τα δικά τους σχέδια για την εξόντωση των Ελλήνων. Τα σχέδια αυτά αντιλήφθηκαν έγκαιρα οι άνθρωποι στο ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης και γι΄ αυτό μετέφεραν την Αγγελική στην σημερινή Αγριανή Σερρών, τότε Κλεπούσνα.

          Πέπλο θλίψης κάλυψε το αγέρωχο πρόσωπο της νεαρής δασκάλας. Μα ήξερε πως έπρεπε να αφήσει τους αγαπημένους της αδερφούς σε κείνον τον τόπο, και να πάει σε άλλον τόπο της Μακεδονίας, όπου κι εκεί θα μπορούσε να βοηθήσει τα αδέρφια της. Σφίγγεται η καρδιά μου Έλληνες μου, πώς αφήσατε να σας υποδουλώσουν έτσι; Σχεδόν εκβουλγαριστήκατε, αλίμονο! Παρόμοιες σκέψεις έκανε, μα ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει την απαισιοδοξία να την καταβάλλει. Ανασκουμπώθηκε. Οι οικογένειες που είχαν στραφεί προς τους βουλγάρους για να σωθούν από τις αγριότητές τους, έπρεπε να επιστρέψουν στις ρίζες τους. Η Αγγελική ούτε στιγμή δεν φοβήθηκε την βαρύτητα και τις δυσκολίες της αποστολής της, γιατί οδηγό είχε την φλόγα της αγάπης για την πατρίδα. Με όλη της την ψυχή, μεταδίδει στα παιδιά και στους μεγάλους τις γνώσεις της και την αισιοδοξία της. Η Μακεδονία θα επιστρέψει στους Έλληνες, γιατί είναι δική τους. Στους δρόμους και στα σπίτια, από οικογένεια σε οικογένεια, από Έλληνα σε Έλληνα, διακηρύττει την σημασία της λευτεριάς. Στο δύσκολο έργο της την βοηθά και ο άντρας και συνάδελφός της, Δημήτριος Φιλιππίδης. Πόσο θα ήθελε να την σώσει από τα χέρια των βουλγάρων! Αλλά ξέρει ότι ο αγώνας για την λευτεριά είναι δύσκολος, οι εχθροί λυσσασμένοι, και οι Έλληνες αποφασισμένοι για την νίκη. Οι Έλληνες όμως δεν έχουν τα όπλα των εχθρών. Η Αγγελική του είναι αγέρωχη και την έχουν βάλει στο μάτι οι σλάβοι. Κι όσους έβαζαν στο μάτι οι σλάβοι, τους εξόντωναν με φρικτούς τρόπους. Αλλά, καμία φρικιαστική πράξη δεν σταματούσε τον αληθινό Έλληνα. Θα αγωνιστούμε μέχρις εσχάτων! Δεν μπορούμε να ζούμε καμπουριασμένοι, ηττημένοι. Δεν θα υπάρχει επόμενη γενιά Ελλήνων στην Μακεδονία, αν τους αφήσουμε να κυριαρχήσουν. Τα μάτια της Αγγελικής πετούσαν σπίθες σαν μιλούσε για τον ιερό αγώνα που έπρεπε να κάνουν. Κι αυτές οι σπίθες έτρεφαν την μανία της εκδίκησης των κομιτατζήδων.

          Η εκδίκησή τους πλησιάζει παπά μου, το νοιώθεις κι εσύ; Ρώτησε η Αγγελική τον παπα-Φίλιππο, λίγο πριν η αιωνιότητα ανοίξει την αγκαλιά της. Το νοιώθω κόρη μου. Εμείς είμαστε σαν τον Μακρυγιάννη, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε, η αγωνία μας κρατά σε εγρήγορση. Άραγε, αυτή η εγρήγορση που έσωσε τον Μακρυγιάννη και τους άντρες του, θα σώσει κι εμάς; Μήπως κόρη μου πρέπει να φύγεις, για άλλη μια φορά να πας σε άλλον τόπο που σε έχουν ανάγκη; Ο παππάς προσπάθησε να την πείσει, μα αδίκως.

          Έφυγε ο Μακρυγιάννης για να σώσει τον εαυτό του από κάποια μάχη; Όχι βέβαια! Ούτε εγώ θα φύγω, η Μακεδονία μας έχει ανάγκη, τώρα! Άλλωστε, η εγρήγορση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα μας βοηθήσει. Τα θυμάσαι παππά μου τα λόγια του στρατηγού;

          Εγώ πάντοτες εις τέτοιες εποχές δεν κοιμώμαι χωρίς έγνοια. Είμαι κιοτής και πάντοτες προσέχω να μην χαθώ αδίκως κι΄ έχω κι΄ άλλους εις την οδηγίαν μου και τους χάνω κι΄ εκείνους. Βλέπω εις τον ύπνο μου κι΄ έρχεται ένας και μου λέγει: Σήκου απάνου! Ξύπνησα, μετακοιμήθηκα. Πάλε τον βλέπω και μου λέγει. Σήκου! Ήμουν νοιασμένος και δεν κοιμόμουν. Τότε σηκώνομαι, τηράγω από το παλεθύρι και γιόμωσε ο τόπος τούρκους. Και το περιβόλι όλο γιομάτο. Κι εμείς –κανείς να είναι έξυπνος. Και δεν θ΄ άφηναν ρουθούνι. Και θα μας σκατοψύχαγαν τόσο κόσμος αδύνατος οπούταν εκεί και κουβαλιόνταν εις τ΄ Ανάπλι με τα καΐκια. Τότε βάνω τις φωνές. Τούρκοι! Τούρκοι! Οι άλλοι που μ΄ άκουσαν λέγαν: ο Μακρυγιάννης πέθανε από τον φόβον του και δεν κοιμάται. Όλο τούρκους νειρεύεται. Τότε ευθύς εγώ πήρα καμιά πενηνταριά συντρόφους μου και πάμε από τα τείχη των Μύλων, όπου βαστούν το νερό, και ήταν καλάμια κι΄ άλλα χορτάρια και δεν φαινόμαστε, και παίρνομεν την πλάτη των τούρκων και τους δίνομεν μίαν φωτιά άξαφνα και σκοτώσαμεν καμπόσους. Και τους ριχτήκαμεν και με τα μαχαίρια. Και τους βγάλαμεν από το περιβόλι κι΄ απ΄ ούλες τες θέσες οπούχαν κυργέψει και τις λάβαμεν εμείς πίσου εις την εξουσία μας. Οι τούρκοι μαζώχτηκαν όλοι και πήγαν εις το αριστερόν μέρος και βάλαν τα ντουφέκια τους εις γραμμήν κι ΄ έφκιασαν ίσκιους. Και κάθονταν και πρόσμεναν τον Μπραίμη.

          Η εγρήγορση πηγάζει από την αγάπη για την πατρίδα, αυτό έμαθα στα Ελληνόπουλά μου, κι εύχομαι ολόψυχα να μην το ξεχάσουν αυτό, όταν εγώ πια δεν θα είμαι ανάμεσά τους. Η Ελλάδα που λευτερώθηκε είναι μισή χωρίς την Μακεδονία. Και τη Θράκη. Και τα νησιά. Εμείς έτυχε να ζούμε στα ιερά χώματα της Μακεδονίας. Ας παλέψουμε για την λευτεριά της, πάντα σε εγρήγορση, πάντα για το καλό όλων. Ο παππάς έβλεπε στα λόγια της δασκάλας και την δική του σκέψη. Κοντοζύγωνε η ώρα που οι σλάβοι θα εκδικιούνταν… Και αυτοί, οι Έλληνες, εκεί στα μέρη των Σερρών, τα άγια εδάφη της Μακεδονίας, κάπως σαν ξεχασμένοι από τους Έλληνες των Αθηνών, έπρεπε να αποφασίσουν με σύνεση τι θα πράξουν. Μέσα από την φωνή της δασκάλας, ο παππάς άκουσε την φωνή του Δραγούμη κι ευχήθηκε ολόψυχα και άλλοι Έλληνες που θα ακούσουν αυτή την φωνή, αργότερα, ίσως και σ΄ άλλον αιώνα, να αιχμαλωτιστούν από την σοφία των λόγων.

          Οι άνθρωποι βιώνουν τέσσερις καταστάσεις. Ο νικητής, ο μοναχός, το πρόβατο στο κοπάδι και ο νικημένος που σκοτώνεται. Έτσι μας δίδαξε ο ήρωας του Δραγούμη, Έλληνες μου! Αναφώνησε η Αγγελική σαν να είχε τους μαθητές της, για άλλη μια φορά, μπροστά της. Εμείς δεν πρέπει να αφήνουμε όσα νομίζουμε πως μας συμφέρουν να μας μετατρέπουν σε πρόβατα στο κοπάδι, εμείς δεν πρέπει να γινόμαστε άβουλα κι άχαρα ανθρωπάκια. Ούτε μας ταιριάζει ο ρόλος του νικημένου που σκοτώνεται. Εμείς γεννηθήκαμε για να νικούμε, όσες μάχες κι αν χάσουμε. Κι όταν μας κουράζουν οι εχθροί ή μας γεμίζουν με σιχασιά άνθρωποι που έμαθαν να λέγουν ότι είναι Έλληνες αλλά έχουν συμπεριφορά ηττημένου, ε τότε, εμείς πρέπει να επιλέγουμε την μοναξιά μας, για να ανασυντάσσουμε τις δυνάμεις μας. Έτσι δεν είναι παππά μου;

          Ο παππάς τής έγνεψε καταφατικά και της έκανε νόημα να φύγει, να πάει να ξεκουραστεί, γιατί δύσκολη μέρα θα ξημέρωνε. Έκρυψε τα δάκρυά του, γιατί δεν ήθελε η δασκάλα που τόσα πρόσφερε στα παιδιά και στους γονείς τους, να πάθει κάτι. Τσατίστηκε όμως με τον εαυτό του. Ήθελε η δασκάλα να γίνει δειλή για να σωθεί; Μόλις δεν του δήλωσε ότι ήθελε να ανήκει στους νικητές ή στους μοναχούς; Γι΄ αυτήν την κοπέλα, όπως το είπε ο Δραγούμης, η ιστορία έγινε βουκέντρι και ξανοίγει στο μυαλό της την ιστορία της Ελλάδος, της Μακεδονίας, και γεμίζει αυτό με σκέψεις και λογισμούς που θα την οδηγήσουν σε έργα ύψιστης πατριωτικής σημασίας.

          Τελικά, ο παππάς δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, ούτε αυτός ούτε πολλοί Έλληνες, για τους οποίους η πανώρια δασκάλα έδωσε την ζωή της. Το αγαπημένο της χωριό κάηκε, την 12η ημέρα του Δεκέμβρη. 1906. Αφού οι κάτοικοι δεν ήθελαν να γίνουν βούλγαροι, οι κομιτατζήδες επιδόθηκαν σε βία, σφαγές, φωτιές. Το χωριό μύριζε αίμα και καμένη σάρκα, ωστόσο, η αγάπη των Ελλήνων για την πατρίδα τούς έκανε να αντέχουν κάθε βασανιστήριο. Φλόγες έγλειψαν το σπίτι του παππά. Η πρεσβυτέρα Φωτεινή κάηκε ζωντανή. Οι σλάβοι χτυπούσαν αλύπητα, και νόμιζαν ότι σκοτώνοντας τους Έλληνες, θα νικούσαν οριστικά. Πόσο γελάστηκαν! Ακόμα κι όταν χτύπησαν την Αγγελική, δεν κατάλαβαν ότι μέσα από την βία τους γεννιόταν η μαγιά για τον αδιάκοπο αγώνα της, τον οποίο θα μεταλαμπάδευε στους συμπατριώτες της. Η δασκάλα και ο άντρας της πάλεψαν σαν θεριά τους σλάβους. Η δασκάλα καθόλου δεν φοβόταν, γιατί ήξερε πως θα νικούσε, ακόμα κι αν την σκότωναν. Τελικά, μία σφαίρα βρίσκει το γόνατο της λυγερής δασκάλας. Σκιάχτηκε ο άντρας της, έπρεπε να την σώσει, και από τα βόλια και από τις φλόγες που απειλούσαν πια να τους ρουφήξουν ζωντανούς. Πληγωμένη και καμένη, την μεταφέρει σε ένα σπίτι. Ακούγονται από παντού τα βάρβαρα γέλια των κομιτατζήδων. Έχουν ρημάξει το χωριό, έχουν σκοτώσει Έλληνες, αλλά έχουν και οι ίδιοι υποστεί σοβαρές ζημιές. Θα οπισθοχωρούσαν, για να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Λύσσα ένοιωθαν, γιατί οι Έλληνες αντιστάθηκαν, κι ας κάηκε το χωριό τους κι ας έχασαν δικούς τους ανθρώπους.

          Ξημέρωσε η άλλη ημέρα και βρήκε το χωριό περήφανο, να γιορτάζει την νίκη του, γιατί οι Έλληνες, παρά τους νεκρούς και την καμένη γη, είχαν καταφέρει να διώξουν τους κομιτατζήδες. Ο πρόξενος των Σερρών, Αντώνης Σαχτούρης, φθάνει στο χωριό, οι γονείς του ανήκουν στους νεκρούς ήρωες του χωριού, και οι ζωντανοί χρειάζονται συμπαράσταση. «Δεν ήλθομεν να δεχθώμεν συλλυπητήρια αλλά συγχαρητήρια. Μας ηξίωσεν ο Θεός να προσφέρωμεν τους οικείους μας και τας περιουσίας μας εις τον βωμόν της πατρίδος και να καταστήσωμεν το χωρίον μας αθάνατον. Οι οικείοι μας δεν απέθανον, αφού υπέρ της πατρίδος εθυσιάσθησαν…». Οι Έλληνες αυτοί κουβαλούν στις πλάτες τους το γένος. Όσο υπάρχουν τέτοιοι λεβέντες Έλληνες, η Μακεδονία, η Ελλάδα δεν θα χαθεί! Αυτό λένε οι κάτοικοι του χωριού, αυτό λέει και η νεαρή δασκάλα στον πρόξενο. Τραυματισμένη και γενναία, στέκεται μπροστά του, ο πόνος σκιάζει το πρόσωπό της, αλλά από τα χείλη της ξεπηδούν γενναίες κουβέντες. Ζητά από τον πρόξενο να την μεταφέρουν με φορείο από χωριό σε χωριό, πριν φτάσουν στο νοσοκομείο. Γιατί θέλει στην πλατεία κάθε χωριού να μιλήσει με τους κατοίκους, να τους πει πως είναι γεννημένοι νικητές και όχι ηττημένοι. Θέλει να τους εμψυχώσει, θέλει να αφήσει πίσω της την μαγιά. Η σκλαβιά της Μακεδονίας δεν είχε φθάσει ακόμα στο τέλος της, το ήξερε η Αγγελική. Κι έπρεπε να μείνει ζωντανή η σπίθα, η μαγιά, για την λευτεριά. Με τον δικό της μαγικό τρόπο τους έπεισε όλους πως έτσι έπρεπε να γίνει. Όλοι οι Έλληνες, σε κάθε χωριό, υποκλίνονταν στην δασκάλα, στην ηρωίδα του γένους, που δεν λογάριαζε την υγεία της, γιατί δεν μπορούσε να έχει υγεία όταν η πατρίδα, η Μακεδονία ήταν ακόμα λαβωμένη. Με το αίμα της η Αγγελική έρανε κάθε χωριό, και ξεσήκωνε κάθε Έλληνα σε εθνικό συναγερμό κατά των κομιτατζήδων.

 

          Καθώς ανέβαινε στους ουρανούς, έπαιρνε μαζί της την αγάπη των Ελλήνων της. Ούτε που μπορούσε να φανταστεί, τι θα συνέβαινε σε έναν άλλο αιώνα…

 

153 + 1 μαχαιριές βυθίστηκαν στο στήθος της νεαρής δασκάλας, θανατώνοντας την για άλλη μια φορά. Αβάσταχτος τέτοιος πόνος, από χέρι αδερφικό, θρήνος που όμοιός του δεν υπάρχει στα εγκόσμια πράγματα.

 

          153 βουλευτές + 1 πρόεδρος πρόδωσαν την Αγγελική Φιλιππίδου. Γι΄ αυτούς τους βουλευτές κι αυτόν το πρόεδρο, η νεαρή δασκάλα δεν ήταν παρά μια φασίστρια, μια εθνικίστρια, που της άξιζε να την μαχαιρώσουν, γιατί έθιγε τα συμφέροντά τους. Οι μικροί, οι ασήμαντοι, οι εφιάλτες.

 

          Από εκεί, από τα παράξενα βασίλεια του χρόνου, οι τρεις δασκάλες σφιχταγκαλιασμένες, φώναξαν με πάθος στους Έλληνες τα λόγια του Δραγούμη:

 

          Και τις ώρες που δε δύνεται να γίνει νικητής, καλύτερα να ζει μοναχός με τη σκέψη του για προσάναμμα. Αλλιώς σιχαίνεται τους ανθρώπους.

 

          Εκεί στην μοναξιά του – που είναι το γιατρικό της σιχασιάς του για τους ανθρώπους – μαζεύονται πάλε οι δυνάμεις του, ανεβαίνουν τα νερά του, γεμίζουν τις δεξαμενές του, και όταν είναι για να ξεχειλίσουν, τότε του έρχεται η όρεξη να πάει ξανά μέσα στους ανθρώπους για να τους περεχύσει με τους περισσευούμενους θησαυρούς του. Εκεί στη μοναξιά του κατασταλάζουν κιόλα μέσα του όσα μάζεψε ανάμεσα στους ανθρώπους και γίνονται καθάριο χρυσάφι.

 

          «Έλληνες» με μια μαγική φωνή οι τρεις ασύλληπτης λεβεντιάς δασκάλες απευθύνονται σε μας «Ω Έλληνες, αρκετά έτη αφεθήκατε στην λησμονιά! Ξυπνήστε επιτέλους! Δεν ζητούμε να επαινέσετε την δική μας προσφορά στο έθνος! Ζητούμε, να δώσετε την δική σας προσφορά στο έθνος, γιατί αυτό σας έχει ανάγκη, αφού οι μέρες που εσείς ζείτε είναι μαύρες, σας κλέβουν, μα εσείς, βυθισμένοι στην λησμονιά, δεν το αντιλαμβάνεστε! Ξυπνήστε, όσο είναι καιρός! Μην αντιληφθείτε το μεγάλο κακό εις βάρος της Μακεδονίας, της Ελλάδος, όταν θα είναι αργά! Όταν ξανά θα απαιτηθεί να χυθεί αίμα!

 

          Ξυπνήστε τώρα, αμέσως! Οι εφιάλτες, οι προδότες, πάντα δυστυχώς σκότωναν αθώους Έλληνες και την ίδια την πατρίδα. Κανείς όμως δεν τους τίμησε! Έζησαν στο μικρό φρούριο εξουσίας που έχτισαν για τους εαυτούς τους και σαν πέθαναν, κανείς δεν τους τίμησε! Γιατί, όπως μας μαθαίνει ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο νομικός και λόγιος που υπερασπίστηκε, μαζί με τον Πολυζωίδη, τον Γέρο του Μωριά, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην δίκη που λίγο έλειψε να τον θανατώσει: Άξιος να υμνηθεί είναι ο άνθρωπος του οποίου οι πράξεις αποβλέπουν στην καλλιέργεια της φυλής του.

 

          Κι εσείς, ω Έλληνες, μπείτε για λίγο μέσα στο προστατευτικό κουκούλι της μοναξιάς σας, ανασυντάξτε τις σκέψεις και τις δυνάμεις σας, μάθετε να αγαπάτε την πατρίδα όπως της αξίζει και δώστε το χρυσάφι της καρδιάς και του πνεύματός σας υπέρ του αγώνα για την αποκατάσταση της μοναδικής αλήθειας: Χωρίς Μακεδονία, δεν υπάρχει Ελλάδα!»

 

          Για τους 153 + 1 και τους αυλικούς τους, αυτές οι τρεις νεαρές δασκάλες, που δεν λογάριασαν κινδύνους και θυσίασαν την ζωή τους για την Μακεδονία, είναι φασίστριες, εθνικίστριες, που πρέπει να δολοφονηθούν και με τα σύγχρονα όπλα που διαθέτει η εξουσία. Θέλουν να τις αφανίσουν, γιατί, πολύ απλά και τραγικά, θέλουν να αφανίσουν την Μακεδονία, την Ελλάδα. 

Απόσπασμα από το βιβλίο:153+1 μαχαιριές στην καρδιά της Μακεδονίας - στην ψυχή της Ελλάδος 

Οι σλάβοι μάς νικούν σε καιρό ειρήνης. Επί Τσίπρα, και τώρα επί Μητσοτάκη. Ως πότε;;; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου