16/2/2022
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η Σαλονίκη που έσβηνε με του καιρού το διάβα
-καντήλι που τρεμόφωτο για λάδι λαχταρά-
αποβραδίς κοιμήθηκε δυστυχισμένη, σκλάβα,
και την αυγούλα ξύπνησεν αρχόντισσα, κυρά.
Τι να ΄βλεπε στον ύπνο της, τι να ΄ταν τ΄ όνειρό της;
-Τον Άι-Δημήτρην έβλεπε στ΄ άτι του το γοργό,
που ροβολώντας έκραζε με τη φωνή της νιότης:
"Άνοιξε πόρτα της σκλαβιάς, η Λευτεριά είμ΄ εγώ!"
Κι άνοιξ΄ η πόρτα ορθάνοιχτη μπροστά στον καβαλάρη
και μπήκ΄ εκείνος κι έλαμψε σαν τον αυγερινό
κι υψώνοντας και παίζοντας τ΄ αστραφτερό κοντάρι
έδειξε με το δάχτυλο του Ολύμπου το βουνό.
Κι έστρεψ' εκεί τα μάτια της η σκλάβα η πονεμένη
κι αγνάντεψε αστραπόλαμπρη του Ολύμπου την κορφή
κι είδε απ΄ τη ράχη στην πλαγιά γοργά να κατεβαίνει
η όμορφη, η πεντάμορφη του ήλιου η αδελφή.
Η κόμη της ανέμιζεν, ιτιά χρυσοκλωνάτη,
τα στήθη της χιονόλευκα, τα μάτια γαλανά,
στο χέρι της τη φλογερή γυμνή ρομφαία εκράτει,
κι ολόχρυσα αντιφέγγιζαν τ΄ απόμακρα βουνά.
Κατέβηκε και διάβηκε τη διάπλατη την πόρτα
η όμορφη, η πεντάμορφη του ήλιου η αδελφή.
Κι όπου πατούσε ευώδιαζε και τ΄ άνανθα τα χόρτα
ρόδα και κρίνους άνθιζαν σε κάθε της στροφή.
Κι έπεσε η σκλάβα ταπεινά μπρος στην ωραία Παρθένα
γονατισμένη, αμίλητη, σκυμμένη, ντροπαλή.
Κι εκείνη την ανάγειρε με χέρια αντρειωμένα
και την εσφιχταγκάλιασε μ΄ ατέλειωτο φιλί.
Και τη στιγμή που σμίξανε για το φιλί τα χείλια,
έπεσαν, βροντοκόπησαν τα σίδερα βαριά,
οι αλυσίδες έσπασαν, στόματ΄ αγγέλων χίλια
αθώρητα τραγούδησαν το "Χαίρε Ελευθεριά!"
Κι η σκλάβα ξύπνησε με μιας, πετιέται απ΄ το κρεβάτι,
τα ξαφνιασμένα μάτια της στα κάστρα της κολλά.
Όχι, δεν ήταν όνειρο, να τη η Παρθένα, να τη!
όμορφη, γαλανόλευκη με το σταυρό ψηλά.
Ιωάννης Πολέμης (1862-1924) - Από την "Διάπλαση των παίδων"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου