10/4/2023
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά του Πατριάρχη, απήγγειλε, ο Α. Βαλαωρίτης, στην τελετή των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του Εθνομάρτυρα Γρηγορίου Ε’ στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών (15-3-1872).
Ο Πατριάρχης, Γρηγόριος Ε’, γεννήθηκε το 1745 στη Δημητσάνα. Το όνομά του ήταν Αγγελόπουλος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο, Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στη Σμύρνη. Εκάρη μοναχός σε μονή στη νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε τη θεολογική μόρφωσή του στην Πατμιάδα Σχολή.
Επιστρέφοντας στη Σμύρνη, ο
μητροπολίτης Προκόπιος, ο οποίος έτρεφε για τον Γρηγόριο πατρική αγάπη,
τον χειροτόνησε αρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο. Όταν ανήλθε στον
οικουμενικό θρόνο (1788), τον χειροτόνησε διάδοχό του στη Μητρόπολη
Σμύρνης.
Επί δώδεκα έτη ο όσιος ιεράρχης, διακυβέρνησε με σύνεση και
αποστολικό ζήλο τη μεγάλη πόλη της Σμύρνης, μητρόπολη του μικρασιατικού
Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε
σύστημα πρόνοιας για τους φτωχούς και δεινοπαθούντες.
Το 1797 εξελέγη
οικουμενικός πατριάρχης και ανύψωσε την τιμή του Πατριαρχείου,
αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. Ίδρυσε τυπογραφείο που
εξέδιδε βιβλία στη δημοτική γλώσσα, τα οποία συνέβαλαν τα μέγιστα στην
πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού. Την εποχή εκείνη
των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν
την εξέγερσή τους, ο πατριάρχης προσπαθούσε να μετριάσει τα οξύθυμα
πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.
Δυστυχώς, τον
κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει
για τη διαγωγή τους, και εξορίστηκε στη Χαλκηδόνα και μετά στη Μονή
Ιβήρων στο Ά. Όρος.
Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806 και έγινε
δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς της Πόλης. Το 1808, όμως, ένα
πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο
Γρηγόριος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και να αποσυρθεί στην Πρίγκηπο και
μετά εκ νέου στο Άγιο Όρος.
Το 1818 τον πλησίασαν μέλη της Φιλικής
Εταιρείας, που προετοίμαζαν την Επανάσταση, προσπαθώντας να
συγκεντρώσουν και να συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού.
Ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε την υπόθεση της ελευθερίας,
αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε να
κάνουν υπομονή.
Λίγο αργότερα ανακλήθηκε για τρίτη φορά στον
πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε πάλι, ενθαρρύνοντας την ίδρυση
σχολείων, όπου τα παιδιά μπορούσαν να λάβουν ελληνική παιδεία.
Διοργάνωσε επίσης ένα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο με χρήματα πλουσίων
Ελλήνων, βοηθούσε τους δεινοπαθούντες χριστιανούς.
Όταν ξέσπασε,
πλήρως απροετοίμαστη, η εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες
ηγεμονίες (1 Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά
αντίποινα στην Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Τούρκοι έσφαξαν όλους τους Έλληνες
προύχοντες που είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερις
επισκόπους.
Ο σουλτάνος υποχρέωσε τον Αγιο Γρηγόριο να υπογράψει τον
αφορισμό του πρωτεργάτη της εξέγερσης Αλεξάνδρου Υψηλάντη και των
συντρόφων του.
Προβλέποντας ποια θα ήταν η μοίρα του και αρνούμενος
τις προτάσεις που του έκαναν να διαφύγει για να σωθεί, ο πατριάρχης
έλεγε: «Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιό μου; Είμαι πατριάρχης για να σώσω
τον λαό μου και όχι για να τον παραδώσω στα ξίφη των γενιτσάρων. Ο
θάνατός μου θα ωφελήσει περισσότερο από τη ζωή μου τους Έλληνες».
Την
Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο Άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και
μεγαλοπρέπεια την αναστάσιμη Λειτουργία, που τη διέκοπταν μόνο οι λυγμοί
του. Στο τέλος της Λειτουργίας, του επιβεβαίωσαν την είδηση της
επανάστασης στην Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: «Νυν και αεί γενηθήτω το
θέλημα Κυρίου!».
Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου του
ανήγγειλαν την έκπτωσή του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στη
φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια, στη διάρκεια των
οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τη σιωπή του μόνο όταν
του πρότειναν να αρνηθεί την πίστη του, λέγοντας: «Ο πατριάρχης των
χριστιανών, χριστιανός αποθνήσκει».
Λίγο αργότερα, τον απαγχόνισαν
στην πύλη του Πατριαρχείου, η οποία έκτοτε παραμένει κλειστή σε μνήμη
του φρικτού αυτού ανοσιουργήματος. Την ύστατη στιγμή ο Αγιος Γρηγόριος
ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, ευλόγησε τους χριστιανούς και είπε: “Κύριε
Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!” Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι
λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς που ανέλαβε την εκτέλεση
καθόταν μπροστά στη σορό και κάπνιζε αρειμανίως.
Τρεις μέρες έμεινε
το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μια πινακίδα γύρω από τον λαιμό που
έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος, οι Εβραίοι το αγόρασαν για 800 γρόσια,
το έσυραν στους δρόμους και το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά τη βαριά πέτρα
που του έδεσαν, το σώμα επέπλεε και το περισυνέλεξε ένα ελληνικό πλοίο
υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στην πολύπαθη Οδησσό, σύμβολο του
Ελληνισμού, που σήμερα χτυπιέται από τους ομόθρησκους γείτονές της. Επί
πολλές ημέρες πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το οποίο δεν
εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς.
Το 1871, το τίμιο λείψανο του Αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στην Αθήνα και κατετέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό της πόλης.
Από τον Απόστολο Ποντίκα, δάσκαλο, θεολόγο, φιλόλογο, Πολιτικών Επιστημών, eleftheria.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου