Κέλλη - Φλώρινα: Το 1900, ένας κομιτατζής, ντυμένος τούρκος, σκότωσε τον Χρήστο Σαπουντζή πισώπλατα και ύπουλα. Έτσι σκότωναν οι βούλγαροι, και οι τούρκοι το απολάμβαναν... |
1900, Ιούλιος. Γιορτή της Αγίας Παρασκευής. Πλησιάζει μεσημέρι και ο ήλιος γίνεται όλο και πιο ανυπόφορος ρίχνοντας τις ζεματιστές ακτίνες του πάνω στις πέτρες και τα βράχια του χωριού. Ίσως στον κάμπο δεν θάχει τόση ζέστη. Το μεσοχώρι είναι σχεδόν άδειο. Όλοι θάχουν πάει για το μεσημεριανό γιορτινό φαγητό. Κανά δυο τρεις μόνον κοπέλες γεμίζουν τα γκιούμια και τις στάμνες τους με το κρύο νερό της βρύσης που κείται στο μεσοχώρι.
Το μαγαζί του Χρήστου Σαπουντζή είχε αδειάσει και κάθονταν τώρα στο κάθισμα πίσω από τον μπάγκο ντυμένος στα γιορτινά. Κάτι γράφει στο τεφτέρι του. η πελώρια ζυγαριά, σε τούρκικο σχέδιο πάνω στον μπάγκο, του μισοκρύβει το πρόσωπο. Είναι ο μόνος μπακάλης της Κέλλης. Και τι δεν έχει στο μαγαζί του. Απ΄ όλα. Από βελόνα μέχρι ύφασμα. Από κόκκινο πιπέρι μέχρι λάδι. Το μαγαζί του ήταν και το καφενείο του χωριού. Ήξερε να φτιάχνη καλόν τούρκικο καφέ.
Ρωμηός στη συνείδηση και συνεργάτης μας καλός (με τους Μακεδονομάχους). Ήταν κι΄ αυτός γραμμένος στον μαύρο κατάλογο των κομιτατζήδων, σαν όλους μας όσοι δεν είχαμε ασπασθεί το σχίσμα.
Φύλλο δεν κουνιέται. Οι πέτρες με πίσμα έδιωχναν τις καφτερές ακτίνες του ήλιου. Η ζέστη πείραξε τους τούρκους τζανταρμάδες. Γι΄ αυτό είχαν ξαπλώσει τώρα, ποιος κάτω απ΄ το δέντρο και ποιος στο κρεββάτι του.
Απ΄ τον κάτω δρόμο, μπαίνει στο χωριό ένας τζανταρμάς. Τα πόδια του σχεδόν σέρνονται και φανερώνουν την κούραση του κορμιού του. Θάχει κάνει μεγάλο δρόμο. Το σουλούπι του δεν μοιάζει για τζανταρμά του χωριού μας. Αυτός είναι κοντός. Προχωρεί βαριά και μπαίνει στο μαγαζί του Σαπουντζή.
-Καλημέρα τσορμπατζή. Λέει σε καθαρή τουρκική γλώσσα.
-Καλημέρα εφέντη μ΄. Κάθησε εφέντη μ΄. Απαντά ο Σαπουντζής, που δεν είχε αναγνωρίσει μέσα στην στολή του τζανταρμά, τον κομιτατζή Ντίνε Κλούσε απ΄ το Ξυνό νερό.
-Μπορώ να ξεκουραστώ μ΄ έναν καλό καφέ; Ακουμπά το μαρτίνι του πάνω στο τραπέζι και τραβά το ξύλινο κάθισμα να καθήση.
-Θα στου φτιάξω καφέν καϋμακλή, που δεν έχεις πιει ούτε στην πατρίδα σου. Και ανύποπτος γυρίζει τις πλάτες του και προχωρεί προς το τζάκι όπου βρίσκονταν το κουτί με τον καφέ και τη ζάχαρι. Ο ψευτοτζανταρμάς σηκώνει το οπλισμένο μαρτίνι του, το στρέφει τόσο γρήγορα κατ΄ επάνω του και το ζεστό βόλι βρίσκει πισόπλατα τον Σαπουντζή, ξαπλώνοντας τον μπρούμητα και άψυχον στο πάτωμα.
Με το μαρτίνι στο χέρι ο κομιτατζής τρέχει. Τρέχει τον κατήφορο προς το δάσος. Οι τζανταρμάδες δεν ενοχλήθηκαν με τον κρότο του μαρτινιού. Τους έχει ναρκώσει η ζέστη.
Ο Γιώργος Τράϊκος με το μάουζερ και ο Νίκος Ρώμας με το τσεκούρι στο δεξί χέρι, συμπτωματικά είχαν βρεθή εκεί κοντά. Άκουσαν την τουφεκιά και μπήκαν στο μαγαζί του Σαπουντζή. Ρίγησαν στο αντίκρυσμα του πτώματος και τόβαλαν στο κυνηγητό του κομιτατζή. Ο Τράϊκος ρίχνει. Οι σφαίρες αστοχούν. Ο Ρώμας με το τσεκούρι στο χέρι τρέχει κατ΄ επάνω του.
Ο ψευτοτζανταρμάς χάνεται στο δάσος.
Μαρτυρία από το βιβλίο: "Θυσίες και Αγώνες στη Μακεδονία", Πέτρου Στ. Παπαναστασίου, Θεσσαλονίκη 1960.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου