Ήταν κάποτε ένα παιδί σε ένα χωριό που αφού σπούδασε στην πόλη, έγινε δάσκαλος και γύρισε στο χωριό του. Ο παπάς όμως δεν τον καλοέβλεπε με καλό μάτι τον δάσκαλο και τον ρωτάει:
"Έμαθες γράμματα;"
«Έ, κάτι έμαθα», είπεν αυτό.
«Πώς το λεν το νερό;» το ρωτάει αυτός.
«Το νερό το λενε ύδωρ» του απαντάει.
«Α, τίποτα δεν έμαθες. Το νερό το λένε Φθήνεια, γιατί δεν έχει παράδες. Πααίνεις (πηγαίνεις) το παίρνεις, δεν έχει ούτε παράδες ούτε τίποτα.» τον αποπαίρνει ο παπάς. [ Τοτε δεν πλήρωναν το νερό, το ‘παιρναν από βρύσες].
Δεν μίλησε το παιδί. Ξαναρωτά ο παπάς «Πώς λεν το κρεβάτι;».
«Ε, το κρεβάτι το λένε κλίνη».
«Τίποτα δεν ξέρεις. Το κρεβάτι το λέν Ανάπαυση, γιατί ξαπλώνεις και αναπαύεσαι. Δεν έμαθες τίποτα˙ τίποτα», λέει ο παπάς.
«Την γάτα, πώς την λένε;» το ρωτά πάλι.
«Α, τη γάτα, γάλη».
«Α, όχι. Τη γάτα την λένε Γράνα, γιατί σε γρανίζει (γρατζουνίζει), σε βγάν’ τα μάτια.Τη φωτιά, πώς την λένε;».
«Πυρ».
«Όχι, όχι, τη φωτιά την λεν Χαρά, γιατί ανάβει και, ουυυ, χαίρεσαι.
Την καρέκλα πώς την λένε;».
«Κάθισμα».
«Την καρέκλα την λενε Κωλοκούμπι, γιατί κάθεσαι και ακουμπάς». Το έφτιαξε ο παπάς το παιδί από δυο παράδες ( το ρεζίλεψε). « Τίποτα, τίποτα δεν έμαθες», άρχισε να του λέει.
«Ε θα σε ταιριάξω ( θα σε κανονίσω) εγώ» είπε από μέσα του το παιδί.
Μια Κυριακή, που ο παπάς λειτουργούσε στην εκκλησιά, παίρνει το παιδί μια γάτα, την περιλούζει πετρέλαιο,της βάζει φωτιά και την ρίχνει μεσ’ στο σπίτι του παπά, που άρχισε να καίγεται. Τρέχει τότε το παιδί αγρήγορα (γρήγορα) στην εκκλησία, και λέει στον παπά: «Παπά, πήρε η Γράνα τη Χαρά, και μπήκε μες’ στο σπίτι, και άμα δεν πας με την Φθήνεια, παίρνει ο διάβολος και τα Κωλοκούμπια σου και την Ανάπαυσή σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου