Ιούνιος 1913: Ο Μικρός Ήρωας και ο αξιωματικός του ιππικού που τον σκέπασε με την Σημαία


20/6/2024

Ήταν Ιούνιος 1913. Ο αξιωματικός του ιππικού άπλωσε την σημαία στο 12χρονο κορμάκι και απόθεσε επάνω του το παράσημο της στρατιωτικής τιμής! Η ιστορία του Μικρού Ήρωα που συγκλονίζει... 

Ένα απόσπασμα του ελληνικού ιππικού προχωρούσε σιγά σιγά σ΄ ένα ερημικό μονοπάτι, για να κατασκοπεύσει το εχθρικό στρατόπεδο. Όλοι κοίταζαν προσεχτικά τριγύρω.

Προχωρώντας έφτασαν σ΄ ένα αγροτικό σπιτάκι, που ήταν χωμένο στις λεύκες. Στην πόρτα του καθόταν ένα παιδί ως δώδεκα χρονών, που μ΄ ένα μαχαίρι καθάριζε ένα κλαδί. Σ΄ ένα παράθυρο του σπιτιού κυμάτιζε μια ελληνική σημαία. Αλλά το σπίτι ήταν έρημο. Κανείς δεν κατοικούσε μέσα. Οι ένοικοί του, αφού ύψωσαν τη γαλανόλευκη, έφυγαν αμέσως, γιατί φοβούνταν τους Βουλγάρους. 

Το παιδί, μόλις είδε το ιππικό, πέταξε το κλαδί κι έβγαλε το κασκέτο που φορούσε στο κεφάλι. 

-Τι κάνεις εδώ; το ρώτησε ο αξιωματικός και σταμάτησε μπροστά του. Γιατί δεν έφυγες με την οικογένειά σου; 

-Δεν έχω οικογένεια, αποκρίθηκε το παιδί. Δουλεύω σε όποιους μου δίνουν και τρώγω. 

-Είδες Βουλγάρους να περάσουν;

-Όχι, τρεις μέρες έχουν να φανούν. 

Ο αξιωματικός σκέφτηκε λίγο. Έπειτα κατέβηκε από το άλογό του. Άφησε τους στρατιώτες του να προσέχουν κι αυτός μπήκε στο σπίτι και ανέβηκε στη σκεπή, για να παρατηρήσει τριγύρω. Μα το σπίτι ήταν χαμηλό και δεν μπορούσε να ιδεί μακριά. 

-Έπρεπε ν΄ ανέβει κανείς σ΄ ένα δέν\τρο, είπε όταν κατέβηκε. 

Στην είσοδο του σπιτιού ήταν μια λεύκα ψηλή. Η κορυφή της σειόταν από το ελαφρύ αεράκι που φυσούσε. Ο αξιωματικός κοίταξε το δέντρο και τους στρατιώτες του. Έξαφνα γυρίζει στο παιδί: 

-Έχεις καλά μάτια, μικρέ μου; 

-Εγώ; Βλέπω πουλί από χίλια βήματα. 

-Μπορείς ν΄ ανεβείς στην κορυφή αυτού του δέντρου; 

-Στο λεπτό!

-Και θα μπορέσεις να μου πεις τι θα ιδείς από εκεί επάνω; Θέλω να μάθω, αν φαίνονται προς τα εκεί εχθροί, σύννεφα σκόνης, άλογα ή όπλα που φεγγοβολούν στον ήλιο. 

-Βέβαια θα μπορέσω!

-Πόσα θέλεις να σου δώσω για τον κόπο σου; 

Το παιδί γέλασε και είπε:

-Τίποτε. Αν ήταν για τους άλλους, δε θ΄ ανέβαινα ό,τι κι αν μου έδιναν... μα για σας!... Είμαι Ελληνόπουλο...

Έβγαλε τα παπούτσια, έσφιξε τη ζώνη του, έριξε στα χόρτα το κασκέτο κι αγκάλιασε τον κορμό του δέντρου. 

-Πρόσεχε, φώναξε ο αξιωματικός σαν να τρόμαξε...

Το παιδί, για να ιδεί καλύτερα, άφησε το κλαδί που κρατούσε κι έφερε το δεξί χέρι ανοιχτό πάνω από τα μάτια του.

-Τι βλέπεις; ρώτησε ο αξιωματικός.

-Δυο καβαλάρηδες στο δρόμο, απάντησε το παιδί. 

-Πόσο μακριά από εδώ; 

-Αρκετά.

-Έρχονται καταπάνω μας; 

-Όχι, σταμάτησαν. 

-Τι άλλο βλέπεις; Κοίταξε δεξιά. 

-Κοντά στο νεκροταφείο, ανάμεσα στα δέντρα, κάτι αστραποβολάει σα λόγχες. 

-Ανθρώπους βλέπεις; 

-Όχι, πρέπει να είναι κρυμμένοι στα σιτάρια. 

Εκείνη τη στιγμή μια σφαίρα έσχισε σφυρίζοντας τον αέρα και χάθηκε πέρα από το σπίτι. 

-Κατέβα! φώναξε ο αξιωματικός. Σε είδαν! Δε θέλω τίποτε άλλο να μάθω.

-Δε φοβάμαι, απάντησε το παιδί. 

-Κατέβα, σου λέω...

-Μια στιγμή... Δεξιά βλέπω...

Το παιδί δεν πρόφτασε να τελειώσει το λόγο του. Δεύτερη σφαίρα σφύριξε και πέρασε χαμηλότερα από την πρώτη.

-Κατέβα αμέσως, πρόσταξε ο αξιωματικός.

-Κατεβαίνω, απάντησε το παιδί. Μα το δέντρο με κρύβει. Ησυχάστε... Αριστερά, κοντά στην εκκλησία, θαρρώ πως διακρίνω...

Τρίτη σφαίρα σφύριξε και την ίδια στιγμή το παιδί κυλίστηκε από την κορυφή του δέντρου κι έπεσε κατακέφαλα!

-Δυστυχία! φώναξε ο αξιωματικός και πήδησε κοντά του. Έσκυψε με αγωνία στο παιδί και του άνοιξε το πουκάμισο. Η σφαίρα το είχε χτυπήσει στην καρδιά... 

-Κακόμοιρο παιδί, ξαναείπε ο αξιωματικός με μάτια βουρκωμένα. Κακόμοιρο και γενναίο παιδί!...

Έπειτα προχώρησε προς το σπίτι, πήρε τη σημαία και την άπλωσε πάνω στο παιδί, σα νεκρικό σεντόνι. 

-Να ΄ρθουν οι νοσοκόμοι να το πάρουν, είπε ο αξιωματικός στο λοχία. Πέθανε σα στρατιώτης και σα στρατιώτης πρέπει να ταφεί. 

Χαιρέτησε στρατιωτικά, έβγαλε από το στήθος του το παράσημο της στρατιωτικής τιμής, το έβαλε στο στήθος του παιδιού και φίλησε το ψυχρό μέτωπό του. Ένας στρατιώτης έκοψε όμορφα αγριολούλουδα και τα σκόρπισε επάνω στο νεκρό ήρωα. Το ίδιο έκαμαν και οι άλλοι. Το παιδί σκεπάστηκε με άνθη... 

-Εμπρός! φώναξε ο αξιωματικός. 

Ίππευσαν και συνέχισαν το δρόμο τους... 

Το πρόσωπο του παιδιού φαινόταν τώρα γελαστό, σαν να αισθανόταν όσα συνέβαιναν γύρω του, σα να χαιρόταν που έδωσε τη ζωή του για την Πατρίδα.

Πηγή: "Βασανισμένα και δοξασμένα χρόνια", Αρ. Κουρτίδης & Γ. Κονιδάρης - Αναγνωστικό ΣΤ΄ Δημοτικού που προήγαγε τις αξίες της πατρίδας, της θρησκείας, της οικογένειας, της αυτοθυσίας και του ηρωισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου