15/7/2024
Πηγή ζωής για τον Φώτη Κόντογλου, που άφησε την τελευταία του πνοή 13 Ιουλίου του 1965, ήταν η αγάπη και όχι ο πλούτος και τ΄ αφεντηλίκι! Με τις λέξεις του πλάθει ολοζώντανα και μαγικά, αυτήν την ζωή, την οποία ζούνε άνθρωποι ευτυχισμένοι! Ποιοι είναι αυτοί;
«Τις εστίν ο πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος»
Εύκολο να το λες. Δύσκολο να το κάνεις. Κι ακόμη δυσκολότερο να το θέλεις και να γυρεύεις εκεί την ευτυχία. «Νυν τα ανήκουστα ηκούσθη»!
Πηγή της ζωής είν’ η αγάπη των ανθρώπων. Κι όχι τα πλούτη και το αφεντηλίκι. Αυτή ήταν η ζωή του Φώτη Κόντογλου.
«Νέα Κοκκινιά- Αρμένικα», μολύβι σε χαρτί, 1939 |
Από το «Ελληνικόν Ημερολόγιον – Ορίζοντες», 1944. Τόμος Γ’ – Διευθυντής Μάριος Βαϊάγος.
Ανακάλυψα ένα μέρος απόκρυφο που ζούνε άνθρωποι φτυχισμένοι. Βρίσκεται πίσω από τα δέντρα. Από κει πέρα δε φαίνουνται τα μεγάλα και τα ακριβά παλάτια που κάθουνται οι άρχοντες, κείνοι πώ’ χουνε πολλά πλούτη. Τούτοι είναι όλοι φτωχοί κι έρχουνται εδώ κάθε καλοκαίρι για να ξεκουραστούνε, να δούνε κι αυτοί του Θεού την ευλογία. Τα σπίτια τους είναι μικρά, το’ να κοντά στ’ άλλο, σαν τα μελισσοκόφινα που ‘ναι μαζεμένα στ’ απάγκειο, κάτω απ’ το βουνό. Αυτό το σπιτομάζωμα είναι κρυμμένο μέσα στα δέντρα και το χωρίζει απ’ τον άλλον κόσμο ένα ξεροπόταμο, στενό και βαθύ.
Φώτης Κόντογλου. «Γυναίκες της Καππαδοκίας», μολύβι και μελάνι σε χαρτί, 1935. |
Φώτης Κόντογλου. «Παναγία Γλυκοφιλούσα», αυγοτέμπερα, φορητή εικόνα βρίσκεται σήμερα στην Αμερική. |
Όσοι άνθρωποι είναι ηλικιωμένοι, είναι όλοι με μουστάκια, φυσικοί ανθρώποι. Ο καθένας κάνει κάτι μέσα στο σπίτι του ή απ’ όξω από δαύτο. Σε μια μεριά δυο παλικάρια ανοίγουνε ένα πηγάδι κι έχουνε μαζέψει ένα σωρό χώμα, που λες κι είναι καφές αλεσμένος. Άλλος καρφώνει μια κληματαριά, άλλος βολεύει ένα κρεβάτι, άλλος καμιά καρέκλα. Τα κρεβάτια τους και τα τραπέζια τους τα ‘χουνε όξω στον αγέρα, κατ’ απ’ τα δέντρα. Εδώ κι εκεί είναι απιθωμένα τσουκάλια.
Από τις γυναίκες άλλες μαγειρεύουνε, άλλες είναι μαζεμένες και κουβεντιάζουνε ράβοντας. Τα κορίτσια πάλι κεντάνε γιατί, όπως λέγει και η Αγία Γραφή, ξέρουνε από γεννησιμιού τους την «ποικιλτικήν επιστήμην». Σ’ ένα απόμερο μέρος ξεχωρίζεις μια μικρή θυρίδα μ’ ένα παραπέτασμα πλουμισμένο και πίσω του προβάλλει μια γυναίκα, σαν το πρόσωπο της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας. Απ’ όξω κρέμεται μια γλάστρα βασιλικός. Οι γριές ταΐζουνε τ’ αγγόνια τους. Κάποιος ψέλνει μέσα σ’ ένα σπίτι βυζαντινά τροπάρια δίχως να φαίνεται. Μοναχά η φωνή του ακούγεται … «Νυν τα ανήκουστα ηκούσθη».
Φώτης Κόντογλου. «Αϊβαλιώτης γέρος καθισμένος», μολύβι σε χαρτί. |
Φώτης Κόντογλου. «Ερείπια Κάστρου», μελάνι σε χαρτί, εικονογράφηση βιβλίου «Ο Καστρολόγος» |
Είναι και πεντ’ έξη βρακάδες, παλαιοί κι απλοί ανθρώποι, από τα μέρη της Ανατολής, ήσυχοι, αβραμιαίοι. Σ’ ένα παλιό χαγιάτι κάθεται ξαπλωμένος απάνω σ’ ένα μιντέρι ένας γηραλέος παπάς, με τη σπιτίσια σκούφια στο κεφάλι. Το δροσερό τ’ αγέρι που φυσά ανάμεσα στα χορτάρια ανεμίζει τ’ άσπρα τα μαλλιά του.
Το πιο σπουδαίο σπίτι, τ’ αρχοντόσπιτο, είναι ένα σπίτι λίγο πιο μεγάλο από τ’ άλλα, αλλά δεν ξεχωρίζει και πολύ. Έχει μια καγκελωτή οξώπορτα βαμμένη κίτρινη και γύρω στα παράθυρα παράξενα σκαλίσματα. Έχει και κάτι ζωγραφιές ανάμεσα στα παραθύρια κι απάν’ από την πόρτα. Στη μέση παραστέκεται, μέσα σ’ ένα στρογγυλό, ο ουρανός με τον ήλιο και με τ’ άστρα, με τους κομήτες, με το φεγγάρι και με τα σύννεφα. Στ’ άλλο παραστένουνται τα λουλούδια της γης, τα πιο σπουδαία και σ’ άλλο ψάρια και θαλασσινά.
Τούτοι λοιπόν οι ανθρώποι ζούνε σ’ αυτό το μέρος το καλοκαίρι σα μια οικογένεια. Τίποτα δε γυρεύουνε από κανέναν, ούτε πλούτη, ούτε δόξα, ούτε αξιώματα. Η φτώχια τους αδερφώνει, μοιράζονται τις χαρές και τις λύπες τους. Γιατί πάντα ο φτωχός πονά το φτωχό. Αυτοί οι φουκαράδες είναι όμως πιο φτυχισμένοι από τους άλλους, που ‘χουνε τα παλάτια από την άλλη μεριά του βουνού, από κείνους που ‘ναι κλεισμένοι στο καβούκι τους, μη λάχει και χάσουνε τ’ αφεντηλίκι. Το ξέρω και το λέγω … «Τις εστίν ο πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος»!
Κι αλήθεια .. Ποτές δεν πεθύμησα να ‘χω πλούτη, βαριά κι αβάσταχτα και να ‘μαι κλεισμένος μακριά από την πηγή της ζωής, που ‘ναι η αγάπη των ανθρώπων.
«Δεν με ευφραίνουνε λείρια και κρίνοι κηπευτοί
μόνο μ’ αρέσει η οσμή του επανθούντος θύμου
Μ’ αρκεί αυτή»
Η ψυχή που ‘ναι πλούσια δε φοβάται τη φτώχεια. Κι η δική μου σε τούτη τη φτωχή Ιεριχώ είναι δοσμένη. Με τα χωματένια τα κάστρα, με τα σπίτια τα ποιητικά, που μέσα τους ζούνε ακόμα ανθρώποι, αγράμματοι, με γένια και με μουστάκια, κι οι γέροι φοράνε βρακιά σαν τους παλιούς καπεταναίους.
Πηγή: eranistis.net από: Fotis Kontoglou Original – Φώτη Κόντογλου Αρχείο. https://www.facebook.com/FotisKontoglou & Φωτο:ertnews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου