Τον θρυλικό καπετάν Κώττα τον Μακεδονομάχο, τον γνωρίζουμε όλοι όσοι λατρεύουμε την Μακεδονία μας. Αλλά, πόσοι γνωρίζουμε την γυναίκα του, την Ζωή, που τον επηρέαζε βαθιά υπέρ της πατρίδας μας; Η όμορφη και μυαλωμένη Ζωή δεν φοβήθηκε ούτε όταν την κρέμασαν στο δέντρο στο οποίο είχαν απαγχονίσει τον αδερφό της!
Η Ζωή Κώττα, κόρη του Χρήστου Σφέτκου, γεννημένη το 1860 στη Ρούλια, σημερινό Κώττα, μυαλωμένη, όμορφη και γεροδεμένη παντρεύτηκε τον κατά τρία χρόνια μικρότερό της "Κόττε από Ρούλια" ή καπετάν Κώττα, γυιο του Χρήστου και της Δέσποινας, κι απέκτησαν έξι παιδιά: τον Δημήτριο, τον Σωτήριο, τη Σοφία, τον Λάζαρο, τον Ευάγγελο και τον Χρήστο.
Έντονο θρησκευτικό συναίσθημα και φιλοπατρία ανθούσε στις καρδιές τους και αν και σλαβόφωνοι, είχαν συνείδηση ως τα φυλλοκάρδια ελληνική. Κι όμως είναι γνωστό , πως ο αγνός Κώττας στην αρχή έπεσε θύμα της βουλγαρικής προπαγάνδας, που στρατολογούσε ανύποπτους πατριώτες με το σύνθημα "Η Μακεδονία για τους Μακεδόνες".
Ευτυχώς γρήγορα αφυπνίστηκε, ήρθε σε ανοιχτή ρήξη με το κομιτάτο, σκότωσε τον βοεβόδα Πετρώφ κι έγινε ο πρώτος φανατικός μισότουρκος και βουλγαροφάγος Μακεδονομάχος.
Πόσο άραγε επηρεάστηκε στη μεταστροφή από την κυρά Ζωή; Ασφαλώς όχι λίγο, αφού η ίδια είχε συνδέσει τη ζωή της με την ορθοδοξία, επειδή συνέπεσε, την ώρα που γεννιόταν, να θεμελιώνεται στο χωριό η ελληνορθόδοξη εκκλησία, που σώζεται εκεί χρονολογημένη (1860). Γι΄ αυτό αν και αγράμματη, βίωνε από καρδιάς την ορθοδοξία.
Το 1897 ο Κώττας πήρε την απόφαση να συστήσει δικό του αντάρτικο σώμα. Αφού διάλεξε τα παλληκάρια, για να προστατέψει την οικογένειά του, ζήτησε άδεια αποδημίας κι ένα πρωί η Ζωή μ΄ άλλες χωριανές τον ξεπροβόδησαν τάχα για τη Θράκη. Μα την ίδια νύχτα εκείνος γύρισε ξανά στα βουνά του, ανέλαβε δράση, απήλλαξε πρώτα την περιοχή από τους τοπικούς Τουρκαλβανούς τυραννίσκους κι έπειτα στράφηκε κατά των Βουλγάρων. Στις αρχές δε Φεβρουαρίου του 1904 με τον Παύλο Κύρου και τον Λάκη Πύρζα κατέβηκαν στην Αθήνα να ζητήσουν βοήθεια. Εκεί γνωρίστηκαν με τον Μελά κι όλοι μαζί, καθώς κι οι Κοντούλης, Παπούλας και Κολοκοτρώνης επέστρεψαν στη Μακεδονία.
Μετά από περιπέτειες στις 17 Μαρτίου έφτασαν στη Ρούλια, όπου τους φιλοξένησε η Ζωή. Ο Παύλος Μελάς έγραψε τότε στη Ναταλία:*
"(...) Εις τα εννέα και μισή επήγαμε με τον Κώτταν εις το σπίτι του. Είναι από τα πτωχικότερα του χωριού και αυτό είναι άλλη μια απόδειξις της εντιμότητος αυτού του ανθρώπου. Ουδέποτε έκλεψεν ή ελήστευσεν κανένα και ποτέ δεν εζήτησεν από τους χωρικούς αμοιβήν διά την πραγματικήν προστασίαν που τους έδωκεν.
(...) Εις το σπίτι του Κώττα εγνωρίσαμεν και την γυναίκα του" και σ΄ άλλο σημείο πληροφορεί ότι η Ζωή, παρά τη φτώχεια της, τους έψησε ένα γουρουνόπουλο.
Στα χρόνια της θυελλώδους δράσεως του συζύγου της η Κώτταινα σήκωνε τα οικογενειακά βάρη, δούλευε τη γη, τον συμπαραστέκονταν κι υπέμενε τα αντίποινα των Βουλγάρων. Πολλές φορές τη συνέλαβαν, την ξυλοκόπησαν ή την λαχτάρισαν απάγοντας κάποιο παιδί και φοβερίζοντάς την πως θα το σκοτώσουν. Ο Καραβαγγέλης, για να γλυκάνει τα βάσανά της, έστειλε για σπουδές στην Αθήνα τον Δημήτριο και τον Σωτήριο και την κάλεσε με τα άλλα παιδιά στην Καστοριά. Μα εκείνη προτίμησε να φυλάγει το σπιτικό μαζί με τη Σοφία, ενώ μοίρασε τον Λάζαρο, τον Ευάγγελο και τον Χρήστο σε συγγενικές οικογένειες.
Όταν στις 9 Ιουνίου του 1904 ο Κώττας φυλακίστηκε, ανενόχλητοι πια κι αποθρασυμένοι οι Βούλγαροι χτύπησαν τη Ρούλια, έκαναν έφοδο στο σπίτι της, τις ξυλοκόπησαν άγρια με τη Σοφία και με την απειλή μαχαιριού τις εξεβίαζαν να μαρτυρήσουν πού έκρυβε ο Κώττας τους θησαυρούς και τη στολή του Έλληνα αξιωματικού, που τιμητικά του δώρισαν στην Αθήνα. Η Ζωή κρατούσε κλειστό το στόμα, μα η Σοφία τρομοκρατημένη μίλησε. Τότε οι Κομιτατζήδες, οργισμένοι επειδή δεν βρήκαν χρήματα, καταξέσχισαν τη στολή, έπαιξαν κλωτσοσκούφι το πηλίκιο, τις αλυσόδεσαν και τις έσυραν στην άκρη του χωριού, για να τις κρεμάσουν στο ίδιο δέντρο, όπου τον προηγούμενο χρόνο είχαν απαγχονίσει τον αδελφό της και συνεργάτη του Κώττα Βασίλη Χρήστου.
Ζωή, σύζυγος του Καπετάν Κώττα (Φωτ. του βιβλίου του Ν. Κοεμτζόπουλου "Καπετάν Κώττας ο πρώτος Μακεδονομάχος". |
Η καπετάνισσα ματωμένη, μωλωπισμένη μα αξιοπρεπής, όδευε προς το θάνατο, ενθαρρύνοντας με πνιχτά λόγια τη φοβισμένη Σοφία. Κι όταν το σκοινί είχε δεθεί και το τέλος διαγράφονταν βέβαιο, το θαύμα έγινε. Ένας Βούλγαρος αγγελιοφόρος έφερε την είδηση:
-Τούρκοι μπήκαν στο χωριό!
Οι δήμιοι πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή λησμονώντας τις γυναίκες, που πάνω στην αναταραχή ζήτησαν άσυλο σε ακραίο σπίτι ξεφεύγοντας απ΄ τα σαγόνια του χάρου. Κι η πιστή Ζωή ποτέ δεν αμφέβαλλε, ότι το χέρι του Θεού τις γλίτωσε τότε από μαρτυρικό θάνατο.
Έπειτα μάζεψε τα σκορπισμένα παιδιά της και πήγαν να ξεχειμωνιάσουν στη Μητρόπολη Καστοριάς. Την άνοιξη ξαναγύρισαν στο χωριό, όπου νέες περιπέτειες τούς περίμεναν. Στην εφημερίδα "Εμπρός" Αθηνών διαβάζουμε:
"Θεσσαλονίκη 9 Αυγούστου 1905
Εις την κωμόπολιν Ρούλια η συμμορία του Μήτρωφ εμποτίσασα διά πετρελαίου την οικίαν του Έλληνος οπλαρχηγού Κώττα έθεσεν πυρ επί τω σκοπώ, όπως καεί η οικογένεια. Εις τας απεγνωσμένας φωνάς έσπευσαν οι κάτοικοι σώσαντες εκ βεβαίου θανάτου την οικογένειαν του οπλαρχηγού, ον το κομιτάτον εις τας φυλακάς ευρισκόμενον επειράθη να δολοφονήσει".
Έτσι η Ζωή πείστηκε πως έπρεπε να καταφύγουν στην Καστοριά κι εκεί παρέμειναν μέχρι το 1912. Εν τω μεταξύ ο Κώττας μετά δεκάξι μηνών φυλάκιση και βασανιστήρια απαγχονίστηκε στην πλατεία " Ατ Παζάρ" Μοναστηρίου την Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου του 1905. Η τραγική σύζυγος δεν ειδοποιήθηκε για την ταφή. Μέρες πολλές αργότερα της έφεραν την είδηση και τη διαβεβαίωσαν, ότι οι τελευταίες στιγμές του άντρα της ήταν ηρωικές. Ότι αγωνίστηκε μέχρι τέλους κι ανάγκασε τους φρουρούς σιδεροδέσμιο να τον ανεβάσουν στην αγχόνη. Της είπαν και ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία:
-Εγώ, είπε, έκανα το καθήκον μου στην πατρίδα. Τώρα δεν έχω άλλη επιθυμία, παρά εύχομαι στα παιδιά μου σαν μεγαλώσουν να συνεχίσουν το έργο μου.
Έπειτα ζητωκραύγασε υπέρ της Ελλάδος και μόνος κλώτσησε το υπόβαθρο της αγχόνης.
Η Ζωή έκρυψε τον άφατο πόνο της κι έκαμε την επιθανάτια ευχή του σηματοδότη στις επιδιώξεις της. Έδωσε ελληνοπρεπή ανατροφή στα παιδιά, αξιώθηκε να δει τον Δημήτριο Δήμαρχο Φλωρίνης, τον Σωτήριο στρατηγό, τον Χρήστο συμβολαιογράφο και πέθανε ευσταλής γερόντισσα το 1940.**
*Ν. Μελά: "Παύλος Μελάς", σελ. 251
**Ν. Κοεμτζοπούλου: "Καπετάν Κώττας, ο πρώτος Μακεδονομάχος", Αθήναι 1968 - Πηγή: "Η Μακεδόνισσα στο Θρύλο και στην Ιστορία", Έρευνα-Καταγραφή Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη.
Διαβάστε επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου