Χριστουγεννιάτικο πολιτικό παραμύθι: Ο κλέφτης βοσκός


25/12/2021

Μια φορά κι έναν καιρό, στα άγρια δασωμένα βουνά γύρω από μια πολιτεία ελληνική, βοσκοί είχαν τις στάνες τους. Όλοι ήταν καλοί και τίμιοι Έλληνες που κέρδιζαν το μεροκάματό τους βόσκοντας τα κοπάδια τους και πουλώντας το γάλα και το κρέας τους σε άλλες ελληνικές πολιτείες. 

Αλλά! Ένας ανάμεσά τους δεν ήταν καλός ούτε τίμιος! Παρίστανε βέβαια τον καλό, τον θεοσεβούμενο, τον τίμιο και τον ειλικρινή. Η υποκρισία του είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό, που κατάφερνε να πείσει τους άλλους βοσκούς ότι ήταν εργατικός και σωστός όπως αυτοί. 

Να όμως που κάθε λίγο και λιγάκι αρνιά χάνονταν από τα κοπάδια των περισσότερων βοσκών, κι όσο και αν παίδευαν το μυαλό τους για να καταλάβουν τι συνέβαινε, άκρη δεν έβγαζαν. 

Ο άτιμος βοσκός έμπαινε τις νύχτες στις στάνες τους κι έκλεβε τα αρνιά, πότε από τον έναν, πότε από τον άλλον! Τα πήγαινε στην δική του στάνη, τα έσφαζε, τα έγδερνε, τα έψηνε και τα καταβρόχθιζε, ευτυχισμένος και χωρίς καμία ενοχή για το κακό που έκανε στους άλλους. 

Κι όσο  έτρωγε, έλεγε καταχαρούμενος: Τι νόστιμα είναι, μα την αλήθεια, τα κλεμμένα αρνιά! Τρως κι απολαμβάνεις, χωρίς να λιγοστεύει το δικό σου το κοπάδι!

Ενώ λοιπόν οι τίμιοι βοσκοί έκλαιγαν για το βιός τους που χανόταν και το μεροκάματο που όλο και λιγόστευε, ο άτιμος βοσκός έκλαιγε κι αυτός μαζί τους, κι όχι μόνο αυτό!

Έψαχνε μαζί τους και για τα χαμένα αρνιά, σταυροκοπιόταν, καταριόταν τους κλέφτες και δεν δίσταζε να λέει ψέματα: Δεν περνάει βδομάδα αδέρφια μου, που να μην χάνω κι εγώ ένα-ένα τα καλύτερα αρνιά μου. Το σκέφτηκα όμως, κάποιος ανάμεσά μας είναι ο κλέφτης! Αλλά, μην στεναχωριέστε, ο καλός Θεός θα τον τιμωρήσει σκληρά τον κλέφτη! Και μέσα του γελούσε κοροϊδευτικά, ο άτιμος βοσκός. 

Μακάρι, από το στόμα σου και στου Θεού το αυτί! Απαντούσαν οι τίμιοι βοσκοί, και ο καιρός περνούσε, και τα κοπάδια τους όλο και μικρότερα γίνονταν. Και ο άτιμος βοσκός δεν σταματούσε να φωνάζει: Ο καλός Θεός θα τιμωρήσει σκληρά τον κλέφτη! 

Μια χριστουγεννιάτικη νύχτα, που το χιόνι έπεφτε πυκνό πάνω στα βουνά και το κρύο ήταν τσουχτερό, ο άτιμος βοσκός ένοιωσε την ανάγκη για καλοψημένο κρέας, μα ήταν τόσο τσιγγούνης, που καθόλου δεν σκέφτηκε να σφάξει ένα από τα δικά του αρνιά. 

Παρά το κρύο και το χιόνι, πήγε στα κλεφτά σε μια ξένη στάνη, άρπαξε ένα αρνί και το πήγαινε στο λημέρι του. Εκείνο το αρνί, όμως, δεν ήταν σαν τα άλλα! Άρχισε να βελάζει τόσο δυνατά που το άκουσαν οι βοσκοί! 

Με τα ντουφέκια στα χέρια, βγήκαν να δουν τι γίνεται. Ο κλέφτης παράτησε το αρνί και το έβαλε στα πόδια. Για πρώτη φορά φοβήθηκε ότι θα τον τσακώσουν. 

Οι βοσκοί που δεν ήξεραν ακόμα την ταυτότητα του κλέφτη, άρχισαν να πυροβολούν προς κάθε κατεύθυνση. Τα σκάγια τελικά βρήκαν το κορμί του κλέφτη βοσκού. 

Καταματωμένος έφτασε στην στάνη του. Μα, το ένα κακό το διαδέχτηκε άλλο! Η μία συμφορά γέννησε κι άλλη. Μια φορά στην στάνη του, μέσα στα αίματα και στους πόνους, τι βλέπει; 

Μια μεγάλη αγέλη από λύκους πεινασμένους είχε επιτεθεί στο κοπάδι του και κατασπάραξε τα αρνιά του. Κανένα δεν έμεινε ζωντανό. 

Την άλλη ημέρα, οι βοσκοί τον βρήκαν ματωμένο κι ετοιμοθάνατο. 

Τι έπαθες; Ποιος σε χτύπησε; Τι έγινε με το κοπάδι σου; Τι συμφορά σε βρήκε; Του μιλούσαν δυνατά, μα η φωνή τους όλο και χανόταν, και πριν σβήσει εντελώς, αποκρίθηκε ο άτιμος βοσκός ψιθυριστά: 

Ο Θεός τιμώρησε σκληρά τον κλέφτη! 

Όπου βοσκοί, οι τίμιοι Έλληνες που με μόχθο επιβιώνουν. Όπου ο άτιμος βοσκός, αχ αυτός ο πολιτικός που νομίζει ότι ποτέ δεν θα πιαστεί και δεν θα λογοδοτήσει!... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου