10/6/2022
Ἀχρίδα: εἶχε πολλοὺς “μνηστῆρες” κατὰ τὴν Μεσαιωνικὴ περίοδο ποὺ τὴν ἐποφθαλμιοῦσαν λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς της θέσης καὶ τοῦ ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ της πλούτου. Ἡ Ἀχρίδα ἦταν ἡ πιὸ σημαντικὴ πόλη στὴν Μακεδονία μετὰ τὴν Θεσσαλονίκη.
Τοῦ κ. Χρήστου Χατζηλία
Ἱδρύθηκε τὴν ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ ἀπὸ τὸν Κάδμο μὲ τὸ ὄνομα Λυχνίδα ἢ Λυχνιδός. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες ἑλληνικὲς πόλεις. Ἡ σύγχρονη πόλη τῆς Ἀχρίδας βρίσκεται πάνω στὰ ἐρείπια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς πόλης Λυχνιδοῦ, ποὺ ἡ ἵδρυσή της τοποθετεῖται τὸν 6ο αἰώνα π.Χ.· ἦταν γνωστὴ μὲ τὸ Ἀρχαιοελληνικὸ Λύχνιδος (καὶ τὸ Λατινικὸ Lychnidus), ποὺ πιθανὸν σημαίνει «πόλη τοῦ φωτός», ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ λυχνίς, «πολύτιμη πέτρα ποὺ ἐκπέμπει φῶς». Τὸ 879 μ.Χ. ἡ πόλη δὲν ὀνομαζόταν Λύχνιδος ἀναφερόταν ἀπὸ τοὺς Σλάβους ὡς Ὄχριντ, πιθανὸν ἀπὸ τὶς Σλαβικὲς λέξεις βὸ χρίντ, ποὺ σημαίνουν «στὸ λόφο». Βρισκόταν πάνω στὴν Ἐγνατία Ὁδό, ποὺ συνέδεε τὸ Δυρράχιο μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφὲς (π.χ. ἡ Πολυκόγχη Βασιλικὴ ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα) ἀποδεικνύουν πρώιμη υἱοθέτηση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν περιοχή. Ἐπίσκοποι ἀπὸ τὴ Λύχνιδο συμμετεῖχαν σὲ πολλὲς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ἀπὸ τὸν 3ο ὥς τὸν 7ο αἰώνα, οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς ποὺ ἀναστάτωσαν τὴ ζωή στὰ ρωμαϊκὰ καὶ πρωτοβυζαντινὰ Βαλκάνια εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴ διακοπὴ τῶν χερσαίων ἐπικοινωνιῶν καὶ τὴ σταδιακὴ παρακμὴ τῶν ἀρχαίων πόλεων. Ἀποκομμένες ἀπὸ τὴ γύρω ὕπαιθρο καὶ τὰ ἄλλα μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, οἱ πόλεις σὰν τὴ Λυχνίδα συρρικνώθηκαν, παρήκμασαν οἰκονομικὰ καὶ πολιτισμικὰ κι ἔμειναν ἕρμαιες τῶν σλαβικῶν ὁμάδων. Οἱ Νότιοι Σλάβοι ἄρχισαν νὰ φτάνουν στὴν περιοχὴ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰώνα ἐποικίστηκε ἀπὸ μία Σλαβικὴ φυλὴ γνωστὴ ὡς Βερζῆτες. Οἱ Βερζῆτες, μαζὶ μὲ τοὺς Σαγουδάτες, τοὺς Στρουμιάνους καὶ τοὺς Δρογουβῆτες εἶναι μία ἀπὸ τὶς σλαβικὲς φυλὲς ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας· οἱ συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς ἄρχισαν νὰ ἀποκαλοῦν αὐτὲς τὶς περιοχὲς Σκλαβηνίες. Ἡ Ἐγνατία ἀχρηστεύτηκε. Οἱ πόλεις κατὰ μῆκος της κατέρρευσαν στὴ διάρκεια τῶν «σκοτεινῶν» χρόνων: Λυχνιδὸς-Ἀχρίδα, Ἡράκλεια Λύγκου, Ἔδεσσα, Πέλλα χάθηκαν μέσα στὰ ἔνδοξα ἐρείπιά τους. Ἡ περιοχὴ τῶν λιμνῶν ἀνάμεσα στὸν Ἀξιὸ-Βαρδάρη καὶ τὴν Ἀδριατικὴ ἀπομονώθηκε ἀπὸ τὸν πολιτιστικὸ περίγυρο τῆς Θεσσαλονίκης” ἀναφέρει ἡ κα. Μαριάννα Κορομηλᾶ.
Ἡ βουλγαροκρατουμένη Ἀχρίς
Οἱ Βούλγαροι κατέκτησαν τὴν πόλη τὸ 867, ὅταν ἦταν ἀκόμα βουλγαρικὸ πριγκιπᾶτο. Ἡ πόλη θὰ ἀνθίσει ὑπὸ τὸν Βόρι Α΄ καὶ θὰ γίνει σημαντικὴ γιὰ τοὺς Βουλγάρους καὶ τὸν πολιτισμό τους,μεγάλο πολιτιστικὸ κέντρο κατὰ τὴν πρώτη Βουλγαρικὴ Αὐτοκρατορία. Μεταξὺ 990 καὶ 1015 ἡ Ἀχρίδα ἦταν πρωτεύουσα καὶ προπύργιο τῆς Βουλγαρικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐνῷ ἀπὸ τὸ 990 ὥς τὸ 1018 ἦταν ἐπίσης ἕδρα τοῦ Βουλγαρικοῦ Πατριαρχείου. Τὸ 886 ἱδρύεται ἡ Λογοτεχνικὴ Σχολὴ τῆς Ἀχρίδας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κλήμη Ἀχρίδας καὶ μεταφράζονται πολλὰ λογοτεχνικὰ κείμενα καὶ κείμενα τῶν Πατέρων ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ βουλγαρικά. Μετὰ τὴν χειροτόνηση τοῦ Κλήμη ὡς Ἐπίσκοπο τῆς Ντρέμπιτσα (Βέλικα) τὸ 893, ἡ θέση τοῦ ἐπικεφαλῆς τῆς σχολῆς ἀνατέθηκε στὸν Ναοὺμ τῆς Πρεσλάβας. Πρὶν τὴν ἵδρυση τῆς σχολῆς ὁ Ἅγιος Κλήμης ἵδρυσε τὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα, ποὺ χρησιμοποίησε τὸ νεοανεγερθὲν μοναστήρι του ὡς λειτουργικὸ κτίριο καὶ χῶρο διδασκαλίας γιὰ τοὺς μαθητές του.
Ὁ ἴδιος ὁ Κλήμης ἔχτισε κρύπτη ἐντὸς τοῦ μοναστηριοῦ, ἐντὸς τῆς ὁποίας ἐτάφη μετὰ τὸν θάνατό του τὸ 916, ἐνῷ ὁ τάφος του ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται ὥς σήμερα. Ἐνῷ τὸ φρούριο τοῦ Σαμουὴλ Α΄ ποὺ χτίστηκε πάνω στὰ ἐρείπια ἑνὸς ἄλλου ἀρχαιότερου φρουρίου τοῦ Φιλίππου Β’ Μακεδόνα δίνει στὴν πόλη ἀσφάλεια, στοὺς κατοίκους καὶ στοὺς ταξιδιῶτες ποὺ ἔρχονται νὰ μείνουν ἐκεῖ. Ἡ Ἀχρίδα ἀλλάζει ἐντελῶς χαρακτήρα κατὰ τὴν Βουλγαρικὴ κατοχή,τὸ ρωμαϊκὸ θέατρο,τὰ λουτρὰ καὶ ἡ παλαιοχριστιανικὴ Βασιλικὴ θὰ θυμίζουν ἀμυδρὰ τὸ ρωμαϊκὸ καὶ πρωτοβυζαντινὸ παρελθόν της καὶ ἀπὸ μία παρηκμασμένη ἀπὸ τοὺς Γότθους καὶ Σλάβους πόλη θὰ γίνει ἡ πρωτεύουσα τῶν Βουλγάρων ποὺ μὲ τὴν Σχολή της καὶ τῆς καταπληκτικὲς ἐκκλησίες της θὰ προσπαθήσει νὰ ἀνταγωνιστεῖ τὴν πρωτεύουσα τῶν Ἑλλήνων, τὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τὴν ἀνακατάληψη τῆς πόλης τὸ 1018 ἀπὸ τὸ Βασίλειο Β΄ τὸ Βουλγαροκτόνο τὸ Πατριαρχεῖο ὑποβαθμίστηκε σὲ Ἀρχιεπισκοπὴ καὶ τέθηκε ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ ἀνώτερος κλῆρος μετὰ τὸ 1018 ἦταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ Ἑλληνικός, ἡ λειτουργία γίνεται πλέον μόνο στὰ ἑλληνικά.
Ὁ Ἰωάννης Βλαδισλάβος ἦταν ὁ τελευταῖος Βούλγαρος ἡγεμόνας τῆς πρώτης Βουλγαρικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἀντώνιος-Αἰμίλιος Ν.Ταχιόος στὸ βιβλίο του “Ὁ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΟΙ ΕΚ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΣΛΑΒΟΥΣ (σελ.163-166)” ὄχι μόνο δὲν ἀνέκοψε τὴν ἐκκλησιαστικὴ τιμὴ ἀντιθέτως τὴν καλλιέργησε, ὁ Βασίλειος ὁ Β΄ μὲ τὴν ἔκδοση τριῶν βασιλικῶν σιγιλλίων ἵδρυσε τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδας καὶ τὴν ἔθεσε ὑπὸ τὴν προσωπική του προστασία. Ὁ Βασίλειος δὲν κατάργησε τὴν βουλγαρικὴ-σλαβικὴ παιδεία καὶ πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ ἀποκατέστησε μὲ δικαιοσύνη τὴν ἰσορροπία ποὺ εἶχε κλονίσει ἡ βουλγαρικὴ κατοχή, ἐξασφαλίζοντας ἴσους ὅρους ἐλεύθερης ἔκφρασης γιὰ τοὺς Ἑλληνικοὺς καὶ τοὺς σλαβικοὺς πληθυσμούς.
Οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Σλάβοι ἀπέδιδαν ἀπὸ κοινοῦ τὴν τιμὴ στὸν Σλάβο Ἅγιο Κλήμεντα ποὺ ἔγινε σύμβολο εἰρηνικῆς συμβίωσης ἀνάμεσα στοὺς δύο πληθυσμούς.Οἱ Ἕλληνες θὰ ἐμπλουτίσουν τὴν πόλη χτίζοντας κι ἄλλες ἐκκλησίες, ὅπως τὴν Ἁγία Σοφία, τὴν Παναγία τὴν Περίβλεπτο, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, τὸν Ἅγιο Νικόλαο κ.ἄ. Ἡ πόλη θὰ χαρακτηρισθεῖ ΄Ἱερουσαλὴμ τῶν Βαλκανίων¨. Σημαντικὲς ἑλληνικὲς μορφὲς τῆς Ἀχρίδος εἶναι ὁ Θεοφύλακτος (†1107)· ἦταν λόγιος κληρικὸς τοῦ 11ου αἰώνα. Χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Ρήτωρ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, καὶ ἀργότερα, τὸ 1075 χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας. Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Εἶχε ἄριστη ἐκκλησιαστικὴ παιδεία. Ἔγραψε κατὰ τῶν Λατίνων «Προσλαλιὰ τινι τῶν αὐτοῦ ὁμιλητῶν περὶ ὧν ἐγκαλοῦνται Λατῖνοι».Ὁ Βασίλειος Ἀχριδηνὸς ὑπῆρξε Ἕλληνας λόγιος τοῦ 12ου αἰώνα. Ἀρχικὰ ὑπηρέτησε ὡς ἀρχιγραμματέας τοῦ Πατριάρχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀργότερα χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.
Ὅταν ὁ Πάπας Ἀδριανὸς Δ΄ ἀπέστειλε δύο πρεσβευτὲς στὸν Αὐτοκράτορα Μανουὴλ Κομνηνό, ὁ Ἀχριδηνὸς ἔγραψε ἐπιστολὴ περὶ τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Βασίλειο, ὁ ὁποῖος ἀπάντησε στὸν Ἀδριανό. Ὁ Δημήτριος Χωματηνὸς ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἀχρίδας ἀπὸ τὸ 1216 ἕως τὸ 1236 καὶ δικαστής. Ἡ ὁλοκληρωμένη νομική του ἐκπαίδευση τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀσκήσει οὐσιαστικὴ ἐπιρροὴ ὡς δικαστὴς καὶ σύμβουλος, καθὼς καὶ ἕνα ἀπὸ τοὺς τελευταίους νομικοὺς ποὺ διέθεταν πλήρως τοὺς νόμους τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Περίπου 150 ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα του ἐπέζησαν, ἐπιτρέποντας στοὺς νομικοὺς ἱστορικοὺς νὰ κατασκευάσουν μία πλήρη εἰκόνα τοῦ νομικοῦ καὶ θεσμικοῦ πλαισίου τῆς ὕστερης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔχει ἐπίσης διαδραματίσει σημαντικὸ ρόλο στὴν ἀντιπαλότητα τῶν δύο ἑλληνικῶν κρατῶν στὴν περιοχὴ τὴν αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας καὶ τὸ Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπείρου. Μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη Ἀπόκαυκο καὶ τὸν Γεώργιο Μπαρντάνη, ὁ Χωματηνὸς ὑπερασπίστηκε τὴν πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀνεξαρτησία τῆς Ἀχρίδας ἀπὸ τὴ Νίκαια. Ὁ Βοημοῦνδος, ἐπικεφαλῆς στρατοῦ Νορμανδῶν, κατέλαβε τὴν πόλη τὸ 1083. Τὸ 13ο καὶ 14ο αἰώνα ἡ πόλη περιερχόταν ἀπὸ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο στὸ Δεσποτᾶτο τῆς Ἠπείρου, στὴ Βουλγαρική, στὴ Βυζαντινὴ καὶ στὴ Σερβικὴ Αὐτοκρατορία καὶ σὲ τοπικοὺς Ἀλβανοὺς ἡγεμόνες.
Στὰ μέσα τοῦ 13ου αἰώνα ἡ Ἀχρίδα ἦταν μία ἀπὸ τὶς πόλεις ποὺ κυβερνοῦσε ὁ Πὰλ Γκρόπα, μέλος τῆς ὁμώνυμης Ἀλβανικῆς οἰκογένειας εὐγενῶν. Τὸ 1334 ἡ πόλη κατελήφθη ἀπὸ τὸν Στέφανο Δουσὰν καὶ ἐνσωματώθηκε στὴ Σερβικὴ Αὐτοκρατορία. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Δουσὰν ἡ πόλη περιῆλθε ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ Ἀντρέα Γκρόπα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ὁποίου ὁ Πρίγκιπας Μᾶρκο τὴν ἐνσωμάτωσε στὸ Σερβικὸ Βασίλειο τοῦ Πρίλεπ. Στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1370 ὁ Μᾶρκο ἔχασε τὴν Ὀχρίδα ἀπὸ τὸν Πὰλ Β΄ Γκρόπα, ἄλλο μέλος τῆς ὁμώνυμης οἰκογένειας, καὶ προσπάθησε, χωρὶς ἐπιτυχία, νὰ τὴν ἀνακαταλάβει τὸ 1375 μὲ Ὀθωμανικὴ βοήθεια. Τὸ 1395 οἱ Ὀθωμανοὶ ὑπὸ τὸ Βαγιαζὴτ Α΄ κατέλαβαν τὴν πόλη, ποὺ ἔγινε ἡ ἕδρα τοῦ νεοϊδρυθέντος σαντζακίου(διοικητικὴ διαίρεση στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία). Στὶς 14/5 Σεπτεμβρίου τοῦ 1464 12.000 στρατὸς ὑπὸ τὸν Γεώργιο Καστριώτη καὶ 1.000 τῆς Δημοκρατίας τῆς Βενετίας νίκησε στὴν πόλη μία Ὀθωμανικὴ δύναμη 14.000 ἀνδρῶν. Ὅταν ὁ Μωάμεθ Β΄ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν σημερινὴ Ἀλβανία μετὰ τὶς μάχες του κατὰ τοῦ Καστριώτη, ἐκθρόνισε τὸ Δωρόθεο, Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἀχρίδας καὶ τὸν ἐκτόπισε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπαλλήλους καὶ σημαντικὸ ἀριθμὸ πολιτῶν τῆς Ἀχρίδας στὴν Κωνσταντινούπολη, πιθανότατα λόγω τῆς ἀντιοθωμανικῆς τους δράσης κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ Καστριώτη, πολλοὶ πολίτες τῆς Ἀχρίδας, περιλαμβανομένου τοῦ Δωρόθεου καὶ τοῦ κλήρου του, ὑποστήριξαν τὸν ἀγώνα ἐναντίον τοῦ Σουλτάνου.
Ἔτσι λοιπὸν ἡ Ἀχρίδα εἶχε πολλοὺς “μνηστῆρες” κατὰ τὴν Μεσαιωνικὴ περίοδο ποὺ τὴν ἐποφθαλμιοῦσαν λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς της θέσης καὶ τοῦ ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ της πλούτου. Ἡ Ἀχρίδα ἦταν ἡ πιὸ σημαντικὴ πόλη στὴν Μακεδονία μετὰ τὴν Θεσσαλονίκη. Ἀκόμα καὶ σήμερα ἀντιμάχονται οἱ Ἀλβανοὶ καὶ οἱ Βούλγαροι γιὰ τὴν «ταυτότητα» τῆς πόλης καὶ οἱ Σέρβοι διαμαρτύρονται γιὰ τὸν Σέρβο Ἀρχιεπίσκοπό της. Πολλὰ ντοκιμαντὲρ γίνονται ἀπὸ τὴν Ἀλβανικὴ πλευρὰ γιὰ ἀλβανικὴ μειονότητα καὶ ἀπὸ τὴν Βουλγαρικὴ πλευρὰ γιὰ τὴν Μεσαιωνικὴ βουλγαρικὴ πρωτεύουσα καὶ τὸν Μεσαιωνικὸ βουλγαρικὸ πολιτισμό. Ἡ Ἑλλάδα ἀπαθὴς παρακολουθεῖ αὐτὲς τῆς «μονομαχίες», χωρὶς νὰ διεκδικεῖ κι αὐτὴ τὴν μειονότητά της καὶ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία τῆς πόλης, ἀντιθέτως ἀρνεῖται, ξεχνάει καὶ ἔχει βγάλει ἀπὸ τὴν «ἀγκαλιά» της αὐτὸ τὸ μεγάλο ἑλληνικὸ πολιτιστικὸ κέντρο.
Πηγή: Ἱστοσελίδα CognoscoTeam
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου