Μικρασιατική Καταστροφή: Η Κλωθώ οδηγείται στον τόπο της άφατης τραγωδίας και οδύνης


25/8/2022

Ένας αιώνας από την Μικρασιατική Καταστροφή και οι Τούρκοι ακόμα ατιμώρητοι: Αχ πατρίδα μου καημένη, κλαίει η γιαγιά Αθηνά, και η Κλωθώ

Έξω από τον τόπο των νεκρών

Εκείνη την ημέρα, κάπου ανάμεσα στον χειμώνα και την άνοιξη, η φύση έπαιζε αυταρχικά με τους ανθρώπους. Τον ήλιο διαδέχονταν τα σύννεφα, που γίνονταν καταιγίδα, έπειτα ξεπρόβαλλε το ουράνιο τόξο κι απότομα, ίσα που προλάβαινε το μάτι τ΄ ανθρώπινο να αγγίξει την πανδαιμονική μαγεία των ουράνιων χρωμάτων, ξεσπούσαν αστραπόβροντα κι έπεφταν στην γη.

Στην γη που φιλοξενούσε τους ζωντανούς. Μα και τους πεθαμένους.

Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στα μνήματα, την στιγμή που στο κομμάτι του ουρανού πάνω από αυτά ο ήλιος προσπαθούσε να νικήσει την μαυρίλα.

«Ο τόπος των νεκρών την ημέρα φαντάζει άκακος, την νύχτα σ΄ αγριεύει, μα μες την καταιγίδα γίνεται απόκοσμος» μουρμούρισε η Κλωθώ.

«Εσύ επέμενες να έρθουμε εδώ σήμερα. Μπορούμε να φύγουμε και να ξανάρθουμε αύριο, μεθαύριο…»

«Όχι» φώναξε η Κλωθώ κι έκανε να ανοίξει την πόρτα, μα την συγκράτησαν τα αντρικά δάκτυλα που τυλίχτηκαν στο μπράτσο της.

«Πόσο πεισματάρα είσαι, έχει δίκιο ο αδερφός σου» αγανάκτησε ο γιατρός, όμως χαμογελούσε.

«Δεν… είναι πείσμα. Είναι ανάγκη. Διαφορετικά, δεν θα ερχόμουν στο νοσοκομείο, δεν θα σε περίμενα σχεδόν δύο ώρες για να τελειώσεις με την εφημερία σου. Και μην ξεχνάς ότι δεν μπορείς να χαλαρώσεις για αρκετές ώρες μετά την εφημερία, εσύ μου το είπες, οπότε μην με κάνεις να νοιώθω ενοχές. Δεν αρνήθηκες την πρότασή μου να επισκεφτούμε το μνήμα της σήμερα».

«Δεν είχαμε υπολογίσει τον άσχημο καιρό. Μήπως πρέπει να αναβάλλουμε την επίσκεψη στο μνήμα της, έστω και τώρα; Αλλά είσαι τόσο ξεροκέφαλη» είπε ο γιατρός, ενώ τα δάχτυλά του άγγιζαν απαλά τον αυχένα της.

«Θα μπορούσαμε να έρθουμε άλλη μέρα, ωστόσο, περίμενα ήδη δυο μέρες, μετά την διήγησή σου, δυο μέρες που βλέπω όνειρα πνιγμένα σε σκιές. Οι σκιές θα φύγουν τώρα που ήρθαμε στο μνήμα της γιαγιάς σου. Γιατί, όσο μου μιλούσες γι΄ αυτήν την γενναία Ελληνίδα, τόσο πλεκόταν ανάμεσα σ΄ αυτήν και σε μένα μια αδιόρατη γραμμή επικοινωνίας. Η ιστορία της είναι συγκλονιστική. Η ιστορία της, είναι η ιστορία του κάθε Έλληνα που οι Τούρκοι κυνήγησαν κι έδιωξαν και έσφαξαν στον πανάρχαιο ελληνικό μικρασιατικό τόπο».

«Γιατί νόμιζα ότι σε ενδιαφέρει πιο πολύ η ιστορία από την αρχαία Ελλάδα μέχρι την Επανάσταση;»

Στράφηκε προς το πρόσωπό του και τον αγριοκοίταξε. «Ολόκληρη η ελληνική ιστορία με ενδιαφέρει. Από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα. Η ελληνική ιστορία είναι ο δικός μου τόπος». Με το χέρι της απομάκρυνε το δικό του από τον αυχένα της. «Μην ξεθαρρεύεις γιατρέ».

Ακούγοντάς τον να αναστενάζει αποκαρδιωμένος, σιγανογέλασε.

«Θυμάσαι, μήπως, Κλωθώ, τις πρώτες κουβέντες που μου είπες μόλις συνήλθες από την παραξενοπλεγμένη κωματώδη κατάστασή σου; Ότι θέλεις να κάνεις πολλά παιδιά μαζί μου για να τα χαρίσεις στην Ελλάδα;»

Του χαμογέλασε παιχνιδιάρικα.

«Και βέβαια θυμάμαι, είναι άλλωστε το μήνυμα που αποτυπώθηκε στο μυαλό μου μετά το εξωπραγματικό συναπάντημά μου με τον Ρήγα Φεραίο. Του υποσχέθηκα πως θα χαρίσω παιδιά στην Ελλάδα, κι έτυχε, την στιγμή που επανερχόμουν στην δική μας πραγματικότητα, να σε σφιχταγκαλιάσω απ΄ τον λαιμό, κι έτυχε να σου ζητήσω…»

«Πολλά έτυχε, κάνουν την μοίρα κορίτσι μου» την διέκοψε ο γιατρός πειρακτικά.

«Όταν ο Ρήγας με συμβούλευε να χαρίσω πολλά παιδιά στην Ελλάδα, σίγουρα δεν εννοούσε να βιαστώ τόσο πολύ!»

Ο γιατρός ανακάτεψε τα μαλλιά της με τρυφερότητα.

«Εντάξει, δεν θα βιαστούμε, μην ανησυχείς, αρκεί να μην μου ζητήσεις να περιμένω καμιά δεκαετία» αστειεύτηκε ο γιατρός, ενώ του ξέφευγε ένα χασμουρητό.

«Τι λες, πάμε τώρα στο μνήμα; Η καταιγίδα κόπασε για την ώρα» είπε η Κλωθώ κι άνοιξε την πόρτα, και το πόδι της βυθίστηκε σε μια λακκούβα με νερολάσπες.

«Ω να πάρει η ευχή» γκρίνιαξε, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο. Σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος, κι ένα ρίγος διαπέρασε το λυγερό κορμί της σαν άκουσε τα λόγια του γιατρού.

«Έχω πολύ καιρό να την επισκεφτώ. Αν είχε φωνή, θα με μάλωνε, αν είχε χέρια, θα μ΄ αγκάλιαζε, αν είχε μάτια, θα μ΄ έλουζε με το βλέμμα της πιο ζεστής αγάπης» είπε ο γιατρός συγκινημένος. «Έλα, πάμε» της πρότεινε το χέρι του και ξεκίνησαν να μπουν στον τόπο των νεκρών.

Μπροστά στο μνήμα

Καθώς πλησίαζαν στο μνήμα, το μυαλό του γιατρού γέμιζε με τα γεγονότα που είχε ζήσει με την γιαγιά του, ενώ της Κλωθώς γέμιζε με τις διηγήσεις της για την Μικρασιατική Καταστροφή.

Συγκινημένοι, με ευλάβεια και σεβασμό, γονάτισαν και οι δύο μπροστά στην νεκρή γυναίκα από την Μικρασία, αδιαφορώντας για την κρύα, βρεγμένη γη.

«Μπορείς να μου μιλήσεις, ξανά, για την δραματική φυγή της από τον προαιώνιο ελληνικό τόπο;» Ψιθύρισε η Κλωθώ, κοιτάζοντας με δέος τις δυο φωτογραφίες της Αθηνάς. Στην μία ήταν νέα, με μαύρα μακριά μαλλιά που άγγιζαν την λυγερή της μέση. Τα πράσινα θλιμμένα μάτια της, ολοζώντανα θαρρείς, τρυπούσαν το βλέμμα της Κλωθώς. Στην άλλη φωτογραφία, η Αθηνά ήταν γιαγιά, κάθε μαχαιριά και πίκρα είχε γίνει ρυτίδα στο πρόσωπό της. Ωστόσο, τα θλιμμένα μάτια της εξέπεμπαν πια, εκτός του πόνου, και το χαμόγελο της σοφίας που γεννιέται στην ζωή ενός θνητού που δεν παρατά τον αγώνα για επιβίωση μα και για γνώση.

«Απίστευτο θάρρος είχε η γιαγιά Αθηνά! Μίλησέ μου ξανά γι΄ αυτήν» επέμεινε η Κλωθώ και ξαφνικά το πρόσωπό της βρέθηκε μέσα στις ανοιχτές παλάμες του γιατρού. Τα πράσινα μάτια του, ίδια με της γιαγιάς του, βυθίστηκαν πεισματάρικα στα μάτια της Κλωθώς.

«Προτιμώ να σιωπήσω, και να αφήσω την ίδια να σου μιλήσει» ψιθύρισε πάνω στα χείλη της, όπου απόθεσε ένα τρυφερό φιλί.

«Πώς θα μου μιλήσει η νεκρή Ελληνίδα από την Μικρασία;» Αγανάκτησε η Κλωθώ.

Ο ήχος του κινητού τηλεφώνου παρενέβη απρόσκλητος στην κουβέντα τους.

«Με την ψυχή σου θα την ακούσεις και με την καρδιά σου θα την νοιώσεις. Γιατί ήδη σου φανέρωσα πολλά από την τραγική της μοίρα, που ήταν κοινή για όλους τους Έλληνες της Μικρασίας».

Το τηλέφωνο συνέχιζε να κουδουνίζει, εκνευριστικά.

«Απάντησε, γιατρέ, προφανώς κάποιος σε χρειάζεται» είπε η Κλωθώ κι έβαλε το χέρι στην τσέπη του, ξαφνιάζοντάς τον,

«Ορίστε», του έδωσε το κινητό στο χέρι «μίλησε, για να σταματήσει το κουδούνισμα να ενοχλεί τον ύπνο της γιαγιάς».

«Ο γιατρός που ανέλαβε βάρδια μετά από εμένα, είναι. Του είπα να μην με ενοχλήσει, παρά μόνο αν είναι μεγάλη ανάγκη».

«Τότε, είναι μεγάλη ανάγκη. Τι περιμένεις; Πρέπει να απαντήσεις. Στον τόπο των νεκρών, κανείς δεν χρειάζεται την βοήθειά σου», είπε η Κλωθώ, αγνοώντας πως η μοίρα στον τόπο των νεκρών θα επέβαλε την παρουσία του γιατρού, για να σωθεί η ίδια. «Εκεί όμως που χτυπούν οι καρδιές των ζωντανών, ίσως κάποιος κινδυνεύει και σε χρειάζεται», πρόσθεσε, ενώ ο γιατρός ήδη απαντούσε στο τηλέφωνο και το ύφος του είχε σκοτεινιάσει.

«Έρχομαι» φώναξε ο γιατρός κι έκλεισε το τηλέφωνο. «Μια ασθενής μου με ζητάει. Βρίσκεται σε παραλήρημα, δεν μπορώ να την αγνοήσω. Ας φύγουμε Κλωθώ μου, και ερχόμαστε αργότερα ή αύριο εδώ, τι λες;»

«Φύγε εσύ, γιατρέ. Εγώ θα μείνω λίγο ακόμα. Μπορώ να επιστρέψω με ταξί ή να ζητήσω από τον αδερφό μου να έρθει». Τον έσπρωξε προς την έξοδο του κοιμητηρίου, ενώ χαμογελούσε καθώς τον άκουγε να διαμαρτύρεται.


Η γιαγιά Αθηνά οδηγεί την Κλωθώ στην καμένη γη της Μικρασίας

Η Κλωθώ επέστρεψε στο μνήμα της γιαγιάς Αθηνάς με το κορμί της να τυλίγεται από την μυστηριώδη φορεσιά του κοιμητηρίου. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά κι ένα βουητό ταλάνισε τα αυτιά και τον εγκέφαλό της.

«Μόλις πριν λίγα λεπτά σε ένοιωθα εαυτέ μου, μα τώρα αισθάνομαι πως μου ξεγλιστράς», μουρμούρισε, ενώ καθόταν πολύ κοντά στις δύο φωτογραφίες της Αθηνάς. Με τα ακροδάχτυλα άγγιξε το νεανικό πρόσωπο της Μικρασιάτισσας.

«Θα σου αποκαλύψω κάτι» ψέλλισε, αγνοώντας την ανατριχίλα της «πριν λίγο καιρό συνάντησα, οραματικά ή πραγματικά, τον Ρήγα Φεραίο. Και μου είπε πως το μεγαλύτερο δώρο μου στην Ελλάδα είναι να της δώσω παιδιά. Είναι άραγε ο εγγονός σου ο κατάλληλος άνδρας για μένα; Αρκεί ο έρωτας που ανάμεσά μας άρχισε να ανθίζει; Τι θα φέρει το αύριο;» Ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση, η οποία όμως ήρθε σαν αγριεμένο μαυροσύννεφο και στάθηκε πάνω από το κεφάλι της Κλωθώς, θαρρείς για να της πει ότι μπορεί να μην υπάρχει αύριο. Την ίδια στιγμή, η γη τραντάχτηκε και τα φύλλα των δέντρων στροβιλίστηκαν βίαια και την περικύκλωσαν σαν να ήταν πυλός στα δάκτυλα μάγου-τεχνίτη.

Η Κλωθώ με το στόμα ορθάνοιχτο και τα γόνατα να τρέμουν από την ταραχή, είδε το παράξενο τείχος γύρω της, το απειλητικό σύννεφο πάνω της και ένοιωσε την γη που σειόταν κάτω από τα πόδια της. Ασυναίσθητα, έκανε να αρπάξει τις φωτογραφίες για να μην σπάσουν, μα όσο και αν φαινόταν πως τα χέρια της τις έφταναν, τόσο δεν κατάφερνε να τις αγγίξει.

Το αίμα ανέβηκε επικίνδυνα στο κεφάλι της και η αγωνία σαν αστροπελέκι χτύπησε την καρδιά της, όταν ένα εκτυφλωτικό φως, από μια αστραπή ή από τον χρόνο, χύθηκε ανάμεσα στην Κλωθώ και τις δυο φωτογραφίες. Έσκυψε το κεφάλι, ενώ ακουμπούσε τα χέρια της ανήμπορα πάνω στα γόνατα.

Φαινόταν νικημένη και παραδομένη στο άγνωστο, ωστόσο το συναίσθημα της ανικανότητας και του τρόμου δεν άργησε να καταλαγιάσει, όταν δυο ξένα χέρια, ζεστά, έπιασαν τα δικά της.

«Άφησε την ματιά σου πάνω στα ενωμένα χέρια μας, λατρεμένη μου Ελληνίδα, και σου υπόσχομαι πως δεν θα μετανιώσεις. Αλλά θα πονέσεις πολύ» ψιθύρισε μια φωνή, άγνωστη και συνάμα μητρική.

Η Κλωθώ κούνησε το κεφάλι καταφατικά, ξέροντας πως δεν έπρεπε να φοβηθεί από την φωνή. Νοιώθουμε αυτό που επιλέγουμε, είπε στον εαυτό της, μην σταματώντας να κοιτάζει τα ενωμένα χέρια τους.

«Χαίρομαι που προσπαθείς να δαμάσεις τον φόβο σου. Τώρα, κλείσε τα μάτια σου, κι έλα μαζί μου κόρη μου. Πάμε να σου γνωρίσω τον τρόμο, να δεις τον σπαραγμό της φυλής μας και να μυρίσεις το αίμα των σφαγιασμένων. Είναι άγριο αυτό το ταξίδι, μα θέλεις να το κάνεις, έτσι δεν είναι;»

Ο κόμπος έφραξε τον λαιμό της Κλωθώς. Θέλω όντως να βρεθώ στην Μικρασία των Ελλήνων, που βιάστηκε ανεμπόδιστα από τους Τούρκους; Ίσα που γεννήθηκε η ερώτηση, διαλύθηκε αμέσως.

«Ναι γιαγιά Αθηνά, θέλω να κάνω μαζί σου αυτό το ταξίδι. Αν δεν το κάνω, θα είναι σαν να απαρνιέμαι τις ρίζες μου, μα και το μέλλον μου».

Τα ξένα χέρια έσφιξαν τα δικά της τόσο άγρια, που κόπηκε η ανάσα της και πόνος αβάσταχτος την διαπέρασε, γεμίζοντας τα μάτια της με δάκρυα. Χάνω τον εαυτό μου, σκέφτηκε, όταν το βουητό γύρω της έγινε ανυπόφορο και ο βίαιος άνεμος διέλυσε τον κόσμο του νεκροταφείου, αρπάζοντας μέσα του τις δυο γυναικείες μορφές.

Η γιαγιά Αθηνά ανεπηρέαστη από την κοσμοχαλασιά, κρατούσε σφιχτά τα χέρια της Κλωθώς και την οδηγούσε από τον δικό της υπαρκτό χρόνο σε κείνον της σφαγιασμένης Μικρασίας. Όπως όμως την έβλεπε να σφίγγει τα χείλη της και να κρατά σφαλιστά τα μάτια της, από τα οποία τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι, αναρωτήθηκε ξαφνικά τρομοκρατημένη, μήπως η Κλωθώ δεν θα κατάφερνε να επιζήσει μέσα σε κείνη την κόλαση και να επιστρέψει πίσω στον χρόνο της, και στον εγγονό της. Μα πια ήταν αργά για αλλαγή πορείας…

Έργο του Έσσλιν Κωνσταντίνου (clickatlife.gr)
Η Κλωθώ στην Μικρασία: Ο χρόνος της βάφτηκε κόκκινος και ο χώρος γέμισε με οστά Ελλήνων και αιώνιους θρήνους

Μια σουβλιά διαπέρασε την πλάτη της, καθώς το κορμί της είχε προσγειωθεί κάπου, μα δεν τολμούσε να ανοίξει τα μάτια της για να δει πού την είχε οδηγήσει η παράξενη μοίρα του Ελληνισμού. «Γιαγιά» ψέλλισε, ψάχνοντας στα τυφλά τα χέρια που της έδιναν δύναμη. Ξαφνικά, ρούφηξε καπνό που την έπνιξε και άρχισε να βήχει.

«Κόρη μου, προσπάθησε να είσαι ήρεμη! Δάμασε τον φόβο σου, έτσι κι αλλιώς είναι αχρείαστος! Αυτό που θα δεις να συμβαίνει, έχει ήδη συμβεί. Αλλά εσύ θέλεις να βιώσεις της φυλής μας το μεγάλο δράμα, έτσι δεν είναι;» Ένευσε καταφατικά, ανήμπορη πια να πει λέξη στην γιαγιά, της οποίας η θλίψη σαν χοντρό σχοινί έδεσε τις δύο γυναίκες μέσα σ΄ ένα ανερμήνευτο κουκούλι χρόνου.

«Ήρθαμε στο σπίτι μου. Δες το, Κλωθώ, είναι το δικό μου αρχοντικό, αλλά σε λίγο θα είναι μαύροι οι τοίχοι του. Όμως εγώ εδώ μέσα γεννήθηκα και μεγάλωσα! Τα κλαδιά του δέντρου ακουμπούν το παραθύρι του δωματίου μου» είπε η Αθηνά με την φωνή της παιδούλας που ήταν τότε, και η Κλωθώ άνοιξε επιτέλους τα μάτια της.

Αυτοστιγμής, ξέχασε ποια ήταν και πώς βρέθηκε εκεί. Εκεί, όπου η μέρα συναντούσε την νύχτα και το κομμάτι τ΄ ουρανού πάνω από το σπίτι του κοριτσιού είχε βαφτεί με τα πανηγυρικά χρώματα της φύσης.

Πώς να ήξεραν, η μικρούλα και η μαμά της, ότι σε λίγο το θανατικό θα κατάπινε τις ανέμελες φωνές τους; Πώς;

«Αθηνούλα, νυχτώνει, ώρα να παρατήσεις την κούνια και να έρθεις μέσα! Να πλυθείς και να φας, καρδούλα μου!» Φώναξε η λυγερόκορμη μάνα με το φωτεινό πρόσωπο.

«Άφησέ με λίγο ακόμα μανουλίτσα μου! Μ΄ αρέσει να κουνιέμαι, νοιώθω πως πετάω» είπε τραγουδιστά το κοριτσάκι. Η μάνα πήγε κοντά της.

«Η κούνια θα στολίζει και αύριο το δέντρο και το δέντρο θα είναι πάντα στην αυλή μας, μικρούλα μου. Άρα, μέχρι να μεγαλώσεις, θα πετάξεις πολλές πολλές φορές, χάρη στην κούνια σου. Τώρα, είναι ώρα να πάμε μέσα» πρόσθεσε η μάνα, ανίδεη για τις συμφορές που ήταν μια ανάσα μακριά από την αυλή τους.

Άρπαξε την μικρή Αθηνά στην αγκαλιά της και την στροβίλισε μέσα στην αυλή που γέμισε από τα χαρούμενα παιδικά τσιρίγματα.

Μόνο που ξαφνικά της μικρούλας τις φωνές σκέπασε πυροβολισμός, έπειτα κι άλλος, κι άλλος… 

Από την Νίκη Μάρκου - Συνεχίζεται 

Για να διαβάσετε το διήγημα: Τότε που η Κλωθώ συνάντησε τον Ρήγα Φεραίο, στην φυλακή Νεμπόισα", πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου