Τότε που η Κλωθώ συνάντησε τον Ρήγα Φεραίο, στην φυλακή Νεμπόισα, σελίδα 1


Τότε που η Κλωθώ συνάντησε τον Ρήγα Φεραίο έξω από την φυλακή του

          Επίθεση με πέτρα στην Κλωθώ

          Η Κλωθώ έφερε το τρεμάμενο χέρι της στο μέτωπο. Τα δάκτυλά της γέμισαν με αίμα, την ίδια στιγμή που σε κοντινό δρόμο περνούσε κάποιο αυτοκίνητο, σκορπώντας πίσω του εκκωφαντικούς ήχους ενός τραγουδιού με στίχους χωρίς νόημα.

          Χαμογέλασε ειρωνικά, καθώς το βλέμμα της εξέταζε τις κόκκινες σταγόνες, ενώ κάποιες άλλες τις ένοιωθε να κυλούν στα μάγουλά της.

          Οι ηλίθιοι στίχοι χάθηκαν, και μέσα στην σιωπή, με μια φεγγαροαχτίδα να γλύφει το ματωμένο μέτωπο και το χέρι της, άρχισαν να τρέμουν τα γόνατά της. Ακούμπησε στον τοίχο της οικοδομής, προσπαθώντας να συμμαζέψει τις άτακτες σκέψεις και τον φόβο της.

          «Πρώτη φορά βρέθηκα σ΄ αυτό το δρομάκι. Κι αυτός ο άνδρας που ξεπήδησε μπροστά μου, λες και κρυβόταν πίσω από το σταματημένο φορτηγό και με περίμενε, ποιος ήταν;» Μουρμούρισε, ενώ τα δάκρυα του πόνου και της οργής ανακατεύονταν με το αίμα της.

          «Αντανακλαστικά μηδέν, Κλωθώ!» Χλεύασε τον εαυτό της και σκούπισε το χέρι στην μπλε φόρμα που φορούσε. Ξανάδε μπροστά της τον άγνωστο χοντρό άντρα με το φαλακρό κεφάλι και την μεγάλη πέτρα στο τριχωτό του χέρι.

          «Όλα έγιναν τόσο γρήγορα! Με χτύπησε με την πέτρα! Το κάθαρμα, κάρφωσε την τεράστια πέτρα στο μέτωπό μου κι εξαφανίστηκε». Το σώμα της, μικροκαμωμένο και πάντα αεικίνητο, πήγε να πέσει. Το στήριξε ακουμπώντας τα χέρια στον τοίχο και παρακαλώντας τα γόνατά της να την στηρίξουν όρθια. Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να κρύψει από τον εαυτό της την ζάλη που την κυρίευε όλο και πιο δεσποτικά.

          Χωρίς να το περιμένει, τα σωθικά της άδειασαν μπροστά στα πόδια της, σκορπώντας δυσωδία και ξινίλα τριγύρω της.

          Έβγαλε το κινητό παλιού τύπου από την τσέπη της φόρμας της, μάτωσε τα πλήκτρα πατώντας τα, και αχνογέλασε στην σκέψη ότι ο Λαέρτης, ο αδερφός της, την πίεζε πάντα να κουβαλά αυτό το τηλέφωνο πάνω της, γιατί όλο έμπλεκε σε φασαρίες.

          Η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής δεν πρόλαβε καν να ακουστεί νυσταγμένη.

          «Μέσα στην άγρια νύχτα για να μου τηλεφωνείς…»

          «Λαέρτη, ματώνω και θα λιποθυμήσω» είπε η Κλωθώ όσο πιο δυνατά μπορούσε. Η προσπάθεια πρόσθεσε νέες σταγόνες ιδρώτα και ναυτίας. Μόλις ψιθύρισε το όνομα του δρόμου που βρισκόταν, το κινητό βρέθηκε πάνω στον εμετό της κι αμέσως μετά το κορμί της ξαπλώθηκε στην άσφαλτο. Όχι με γδούπο. Αλλά με μια κίνηση θαρρείς χορευτική, θαρρείς και η Κλωθώ κορόιδευε την ζάλη και την επίθεση που δέχθηκε, χαρίζοντας ασυναίσθητα στον εαυτό της τον χορό που τόσο λάτρευε.

          Μετάβαση στην εποχή της τουρκοκρατίας

          Χορεύοντας αιθέρια μέσα στον χρόνο η Κλωθώ, γλίστρησε στην εποχή της τουρκοκρατίας, ενώ στην δική της εποχή γιατροί και νοσοκόμες φρόντιζαν τα σοβαρά τραύματά της, και ο αδερφός της με περισσή αγωνία περπατούσε νευρικά έξω από την αίθουσα της εντατικής, περιμένοντας να ακούσει ότι η λατρεμένη, παράξενη και ατίθαση Κλωθώ του γλίτωσε από την σοβαρή εγκεφαλική κάκωση που υπέστη. Ταυτόχρονα η αστυνομία έψαχνε τον δράστη ή τους δράστες της επίθεσης.

          Ωστόσο, όλα τούτα δεν τα ήξερε η Κλωθώ ούτε και πρόλαβε να αναρωτηθεί τι της συνέβαινε. Γιατί, μόλις άνοιξε τα μάτια της, αντίκρισε μια εικόνα βγαλμένη θαρρείς από τις σελίδες της ιστορίας ή από τον κόσμο που οι επιθυμίες της είχαν δημιουργήσει. Και οι δικές της επιθυμίες δεν ήταν συνηθισμένες. Πήγαζαν από την ανάγκη της να ζωντανεύει σκηνές του ένδοξου Ελληνικού Παρελθόντος μέσα στο μυαλό της, σαν αντιστάθμισμα της σύγχρονης ιστορικής κατάντιας που βίωνε καθημερινά.

          «Ω να πάρει η ευχή! Τον βλέπω ή τον φαντάζομαι τούτον τον γενναίο και ασυμβίβαστο Έλληνα;» Έξυσε από αμηχανία το αυτί της.

          Γερμένο στον παραμορφωμένο γέρικο κορμό του δέντρου, είδε έναν  άνδρα που ποτέ δεν περίμενε συναντήσει. Γιατί δεν ζούσε στην εποχή της!

          Το πρόσωπο του Ρήγα Βελεστινλή ή Φεραίου το κυρίευε ένα βαθιά θλιμμένο χαμόγελο. Το ένα του μάτι, κόκκινο, σπινθηροβολούσε το πάθος της καρδιάς του. Το άλλο του μάτι ήταν πρησμένο, μαύρο και κλειστό.

          Δεν την είχε δει ακόμα, γιατί η προσοχή του ήταν στραμμένη ή στο κενό μπροστά του ή στο χαρτί που το χάιδευε η πένα του.

          Τον σάπισαν στο ξύλο, οι δολοφόνοι του σκέφτηκε, κι ένοιωσε τον πόνο να την σφίγγει στον κλοιό του, όσο παρατηρούσε την πληγωμένη κορμοστασιά του που έγερνε ελαφρά προς τον ροζιασμένο κορμό. Τα φύλλα του, πυκνά και κρεμαστά, σχεδόν άγγιζαν τους ώμους, ντυμένους με το πολυκαιρισμένο, σκουρόχρωμο βελούδινο πανωφόρι του. Από μέσα του ξεπρόβαλλε ο πιτσιλημένος με αίματα ψηλός γιακάς του πουκαμίσου του, ανοιχτός στον λαιμό που ήταν μελανιασμένος, με την δαγκάνα του θανάτου αποτυπωμένη ακόμα πάνω του.

          Η Κλωθώ έφριξε.

          Είδε το χέρι του να σπρώχνει προς τα πίσω τα σπαστά βρώμικα μαλλιά, να αγγίζει το κάποτε περήφανο μουστάκι του κι έπειτα να σφίγγει τα δάκτυλα σε γροθιά. Μετά έκανε να γράψει, αλλά εκείνη την στιγμή μια γυναικεία φωνή τάραξε την δακρυσμένη γαλήνη του.

          «Δεν το πιστεύω ότι είμαι εδώ και σε βλέπω ολοζώντανο!» Φώναξε η Κλωθώ, πλησιάζοντάς τον αέρινα.

          Ο Ρήγας την κοίταξε στοχαστικά με το ένα του μάτι. Την είδε να κάθεται, ακάλεστη, κατάχαμα μπροστά του.

          «Ολοζώντανο;» Άκουσε την βραχνή φωνή του η Κλωθώ και κατάπιε τα δάκρυά της.

          Ο Ρήγας διάβασε στο πρόσωπό της την μάχη που γινόταν μέσα της για να ηρεμήσει.

          «Από πού έρχεσαι όμορφη Ελληνίδα μου; Πώς βρέθηκες σιμά μου, άραγε;» Ρώτησε, βοηθώντας της να ηρεμήσει πιο γρήγορα.

          «Είμαι η Κλωθώ, κι έρχομαι από την Μακεδονία. Μα, Ρήγα, μην με ρωτάς πώς βρέθηκα να αντικρίζω και να συνομιλώ με σένα, τον εθνομάρτυρα και τον πρόδρομο της Ελληνικής Επανάστασης!» Απάντησε η Κλωθώ κάπως αμήχανα, ενώ κοιτούσε την πένα στα δάκτυλά του και σαν το αίμα άρχισαν να ρέουν οι λέξεις μέσα της:

          «Ως πότε παλληκάρια θα ζούμε στα στενά,

          μονάχοι σαν λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;

          Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,

          παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή»

          Προσπαθούσε να μην κοιτάζει το πρόσωπό του, γιατί ο πόνος δυνάμωνε τόσο στα σωθικά της, σαν το ουρλιαχτό μιας φοβερής καταιγίδας. Μα τις κλεφτές ματιές ήταν αδύνατον να τις αποφύγει.

          Στο ένα του μάτι λαμπύρισε το δάκρυ της λαχτάρας. 

Από την Νίκη Μάρκου - Συνεχίζεται

Για να διαβάσετε την σελίδα 2 πατήστε εδώ

Για να διαβάσετε την σελίδα 3 πατήστε εδώ

Για να διαβάσετε την σελίδα 4 πατήστε εδώ

Για να διαβάσετε την σελίδα 5 πατήστε εδώ

2 σχόλια: