Θρήνος για την Κλωθώ που βλέπει το κεφάλι του Ρήγα Φεραίου να κατρακυλά από τον λαιμό του εξαιτίας του προδότη Έλληνα, σελ. 5

Ο Ρήγας Φεραίος αποκαλύπτει στην Κλωθώ το όνομα του προδότη, εξαιτίας του οποίου βασανίστηκαν και αποκεφαλίστηκαν οι λεβέντες Έλληνες. 

Η Κλωθώ θρηνεί απαρηγόρητη, σαν βλέπει τον Ρήγα να χάνεται, μα ακόμα και την ώρα που του θανάτου του, ο ήρωας τής εξηγεί με ποιον τρόπο θα βοηθήσει την Ελλάδα να σωθεί! 

Αλλά, για να μπορέσει η Κλωθώ να πράξει υπέρ της πατρίδας της, θα πρέπει πρώτα να σωθεί η ίδια. Θα σωθεί; 

Απόγνωση και θυμός αλλοίωναν την φωνή του Ρήγα, και η καρδιά της Κλωθώς, ακούγοντας αυτήν την μεγαλειώδη ελληνική φωνή να καταρρέει, και βλέποντας το σακατεμένο του πρόσωπο, πονούσε τόσο πολύ που για πρώτη φορά έσκυψε καταπάνω του για να τον κλείσει στην αγκαλιά της.

          Όμως την εμπόδισε η αστραπή πριν τον αγγίξει. Η αστραπή του ουρανού που ενώθηκε με το σκοτεινό πένθος του Ρήγα, συγκλόνισε την Κλωθώ, και οι επόμενες λέξεις του μπήχτηκαν σαν μαχαίρι στα σωθικά της.

          «Μας πρόδωσε ο Οικονόμου Δημήτρης, μαρτύρησε στον εχθρό τα επαναστατικά μας μηνύματα, αποκάλυψε στους τούρκους την αποφασιστικότητά μας να τους διαολοστείλουμε από την λατρεμένη μας Ελλάδα! Γι΄ αυτό κατάφεραν να μας συλλάβουν. Μας έριξαν σε μπουντρούμια, σφάγιασαν τα κορμιά μας, έκοψαν τα κεφάλια μας. Γιατί ζητούσαμε την Ελευθερία της πατρίδας, όπως ο διψασμένος το νερό κι ο πεινασμένος το φαγητό.

          Ψωμί και νερό είναι η Ελευθερία!» Η στεντόρεια φωνή του Ρήγα υψώθηκε στους ουρανούς κι ενώθηκε με τα αγριεμένα σύννεφα που πια άνοιξαν μανιωδώς τις πύλες τους.

          Προσπάθησε να κλείσει στην αγκαλιά της τον Ρήγα, μα όσο τα χέρια της έκαναν να πλησιάσουν στους ώμους του, τόσο η μορφή του απομακρυνόταν, σαν να την ρουφούσε η βρόχινη λαίλαπα.

          Η Κλωθώ δεν σταμάτησε να προσπαθεί. «Όλο και τον φτάνω», έλεγε αδυνατώντας να συγκρατήσει τον λυγμό της. Ούτε καν αντιλαμβανόταν πως την έπνιγε η βροχή. «Στάσου, μην φεύγεις, όχι ακόμα, σε έχω ανάγκη» επαναλάμβανε τις λέξεις, μα κι αυτές τις κατάπινε η αγριεμένη φύση.

          Ξαφνικά, τον είδε να της χαμογελά και πήρε θάρρος. Εκείνη όμως την στιγμή, οι βρόχινες στάλες έγιναν χαλάζι που άρχισε να χτυπά με μανία το κεφάλι και το κορμί της.

          Κατατρόμαξε, πήγαν να λυγίσουν τα γόνατά της, τα μάτια της έκλεισαν για κλάσματα του δευτερολέπτου, χρόνος όμως που ήταν αρκετός για να απορροφήσει μέσα του σχεδόν ολόκληρη την μορφή του Ρήγα.

          «Σε χάνω» φώναξε απελπισμένη «σε χάνω και δεν το αντέχω αυτό! Μείνε λίγο ακόμα, σε έχω τόσο ανάγκη» τον ικέτευσε, μα τότε είδε έντρομη ότι το κεφάλι του ταλαντευόταν επικίνδυνα πάνω στον λαιμό του. Αίμα και χολή γέμισε το στόμα της.

          «Ρήγα μου! Γενναίε μου! Θανατηφόρα μακριά μου πηγαίνεις, πώς θα αντέξω χωρίς εσένα;»

          Η κραυγή της τον έφτασε και η μοίρα το ήθελε, αυτή η κραυγή να συγκινήσει τον Ρήγα Φεραίο που φώναξε:

          «Μείνε ζωντανή! Αγάπα την Ελλάδα και τους ήρωες που θυσιάστηκαν γι΄ αυτήν! Χάρισε στην πατρίδα παιδιά, ελεύθερα παιδιά, που θα έχουν ψωμί και νερό! Να είσαι πάντα ερωτευμένη με το έθνος μας, κι όταν αυτός ο έρωτας είναι ευλογία, αλλά κι όταν είναι κατάρα». Αυτές ήταν οι ύστατες λέξεις του Ρήγα Φεραίου. Έπειτα, το κεφάλι του κατρακύλησε από τον λαιμό και το κορμί του βυθίστηκε στο ανταριασμένο νερό που σαν λαίμαργο μαύρο ποτάμι το ρούφηξε μέσα του.

          Στο ουρλιαχτό της Κλωθώς ήρθαν να ενωθούν μαγικά οι τελευταίες λέξεις του Ρήγα, λες και ήθελαν να ημερέψουν την ψυχοταραχή της. Μείνε ζωντανή. Αγάπα την Ελλάδα. Χάρισε της παιδιά. Να είσαι πάντα ερωτευμένη με το έθνος μας.

          Μουδιασμένη από το κρύο και το νερό που έπεφτε ασυγκράτητο πάνω της, δεν συνειδητοποιούσε ότι επαναλάμβανε τις λέξεις του Ρήγα από φόβο μην τις ξεχάσει, ούτε καταλάβαινε τον θυελλώδη άνεμο που ξεσηκώθηκε στην πλάση και πλησίαζε απειλητικά κοντά της, ούτε είδε τις σφαίρες από χαλάζι που εξαπολύθηκαν εναντίον της. Ίσα που ένοιωσε την όξινη γεύση του εμετού να γεμίζει το λαρύγγι και το στόμα της, όταν ξαπλώθηκε φαρδιά πλατιά στα ορμητικά νερά.

          Πνίγομαι, σκέφτηκε απελπισμένη. Πεθαίνω πριν χαρίσω στην Ελλάδα παιδιά. Θλιμμένη, έκανε να παραδοθεί στης φύσης τα στοιχειά και στους πόνους του λαβωμένου κορμιού της.

          «Να πεθάνεις, να ησυχάσεις» της ψιθύρισε μια άγνωστη φωνή μέσα στο κεφάλι της, ενώ παρασυρόταν ανεξέλεγκτα από τον υδάτινο χείμαρρο μέχρι που προσέκρουσε πάνω σε βράχο. «Θα σε λυτρώσει ο θάνατος από κάθε γήινο πόνο και προδοσία» επέμενε σαγηνευτικά η φωνή, και η Κλωθώ ήταν έτοιμη να παραδοθεί στον αφανισμό της. Αλλά την μοιραία στιγμή της απόλυτης παράδοσής της, μία χαλαζόσφαιρα την χτύπησε στο κεφάλι, τρέποντας σε άτακτη φυγή την φωνή. Και τότε θυμήθηκε ότι η ίδια ζούσε σε άλλη εποχή κι έπρεπε να θέλει να επιστρέψει σ΄ αυτή.

          «Μην ξεχάσεις τα τελευταία λόγια του Ρήγα, Κλωθώ! Χάρισε παιδιά στην Ελλάδα! Γι΄ αυτό πρέπει να ζήσεις! Και αφού η ξηρά έγινε θάλασσα, κολύμπα κορίτσι μου, μέχρι να βρεις στεριά», συμβούλευσε τον εαυτό της και για πρώτη φορά, από την στιγμή που εξαφανίστηκε από τα μάτια της το διαμελισμένο κορμί του Ρήγα, ένα δειλό τρέμουλο ελπίδας αχνοφώτισε την ψυχή της.

          Μετάβαση στην σύγχρονη εποχή

          Αφρισμένα κύματα χτυπούσαν το κορμί της Κλωθώς που πάλευε να σωθεί, ενώ αιωρούνταν επικίνδυνα μέσα στον χρόνο που λυσσομανούσε.

          Άλλοτε έστελνε καταπάνω της το ουρλιαχτό του ανέμου για να την αρπάξει και να την πετάξει πίσω, στην εποχή της τουρκοκρατίας και του Ρήγα, κι άλλοτε έστελνε καταπάνω της καταιγισμό από χαλάζι που ωθούσε το πληγιασμένο της κορμί προς την σύγχρονη εποχή που συγκλονιζόταν κι αυτή από νέες προδοσίες.

          Η απελπισία μπορεί να με διαλύσει, η ελπίδα μπορεί να με φροντίσει, ξεπετάχτηκε η σκέψη θαρρείς από μόνη της, την ίδια στιγμή που μια γυναικεία μορφή άρχισε να αναδύεται από την ανταριασμένη πλάση. Στα μακριά της χέρια σχηματίστηκε μια ηλακάτη, στην μια πλευρά της οποίας κρέμονταν μαύρες κλωστές, στην άλλη πολύχρωμες και φωτεινές.

          «Γεννήθηκες σε γη ένδοξη, μα αλλόκοτη εξαιτίας των ανθρώπων της!» Σκορπίστηκαν οι λέξεις από τα άλικα χείλη της γυναίκας. «Άφησε το σώμα σου να με πλησιάσει, τα κύματα και οι σφαίρες χαλαζιού θα σ΄ εμποδίσουν μόνο αν εσύ το επιτρέψεις! Έλα λοιπόν, για να διαλέξεις νήμα. Το μαύρο ή το πολύχρωμο».

          Η Κλωθώ παρόλο που ήταν καταπονημένη, παρασύρθηκε από το αστροφωτισμένο βλέμμα της άγνωστης κι εκείνα τα άλικα χείλη που έλεγαν:

          «Κανένας θνητός δεν μπορεί να ξεφύγει της μοίρας του, θα ζήσει και απογοήτευση και πένθος και αποτυχία. Θα κατρακυλήσει σε βαθιά μελαγχολία, θα κολυμπήσει στα αφρισμένα κύματα του χρόνου κι έπειτα, σαν με συναντήσει μέσα στην καρδιά του και μ΄ ακούσει, θα κινηθεί προς εμένα, θα απλώσει το χέρι στο νήμα. Έλα, ακριβό μου πλάσμα, είσαι τόσο κοντά μου, άπλωσε το χέρι και διάλεξε χρώμα» πρόσθεσε η παράξενη γυναίκα και μόλις τότε η Κλωθώ κατάλαβε ότι είχε φτάσει σιμά της.

          «Τώρα πρέπει να διαλέξω; Το μαύρο τι σημαίνει και τι το πολύχρωμο;» είπε με αγωνία, κάνοντας να απλώσει το χέρι της, που όμως δεν υπάκουγε.

          «Το άγνωστο είναι μαγικό, δεν πρέπει να σε τρομάζει, Κλωθώ! Μπορώ να σου μαρτυρήσω μόνο ότι τα χρώματα στις δυο πλευρές αντικατοπτρίζουν το παρελθόν και το μέλλον. Αναλόγως, ποιο χρώμα θα επιλέξεις, θα ζήσεις σε εκείνη την εποχή».

          Τρόμος αλλοίωσε τα όμορφα χαρακτηριστικά της Κλωθώς. «Πώς να διαλέξω, πώς;» Φώναξε. «Και οι δυο εποχές έχουν δάκρυα και ήττες και πίκρες».

          «Ναι, αλλά μόνο στην μία εποχή, την δική σου μπορεί να γεννηθεί η ελπίδα και το χαμόγελο. Στο παρελθόν, απλά θα περιπλανιέσαι κοντά στους αγαπημένους σου ήρωες, και δεν θα μπορείς τίποτα να αλλάξεις. Πού θέλεις να ζήσεις;»

          «Ανώφελα όσα μου λες, αφού δεν ξέρω ποιο χρώμα θα με οδηγήσει σε ποια εποχή» διαμαρτυρήθηκε η Κλωθώ. «Τέλος πάντων, να διαλέξω δεν μπορώ! Θέλω να ζω κοντά στους λατρεμένους μου Έλληνες της ιστορίας, μα θέλω να ζω και στο παρόν. Έχω τον αδερφό μου, εκεί. Και, είναι εκεί που μπορώ να κάνω παιδιά και να τα χαρίσω στην Ελλάδα, όπως μου πρόσταξε ο Ρήγας Φεραίος».

          «Χρονοτριβείς και επιδεινώνεις δραματικά την θέση σου, Κλωθώ. Αν δεν διαλέξεις τώρα, θα διαλυθείς στον χρόνο. Δεν θα υπάρχεις πουθενά. Ακούς το βουητό που όλο και πιο μανιασμένα μας πλησιάζει; Θα ΄ρθει σαν πελώριο κύμα καταπάνω σου, αλλά στην πραγματικότητα είναι η εκδικητική μορφή του Άδη. Βιάσου. Άπλωσε το χέρι σου» διέταξε με επιβλητική φωνή η περίεργη γυναίκα.

          Και ξαφνικά η Κλωθώ ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά, λέγοντας:

          «Γύρνα την ηλακάτη, δεν θέλω να ξέρω πού βρίσκεται το μαύρο και πού το πολύχρωμο νήμα σου».

          Πριν προλάβει να αποτελειώσει την φράση της, η γυναίκα στριφογύρισε την ηλακάτη και, αχνοχαμογελώντας, είδε την Κλωθώ να αγγίζει το νήμα της μίας πλευράς, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της, ενώ από τα χείλη της γλιστρούσαν τα ονόματα των ηρώων, σαν προσευχή:

          Ρήγας Φεραίος, Αντώνιος Κορωνιός, Ευστράτιος Αργέντης, Δημήτριος Νικολίδης, Αντώνιος Εμμανουήλ, Παναγιώτης Εμμανουήλ, Ιωάννης Καρατζάς, Θεοχάρης Τουρούντζας.

          «Αθάνατη η λεβεντιά σας! Αιωνία η μνήμη σας!» Ύψωσε την φωνή της η Κλωθώ, την ίδια στιγμή που το κύμα την άρπαξε μα δεν την κατάπιε, παρά την πέταξε μακριά, πολύ μακριά από την παράξενη γυναίκα με την ηλακάτη, πολύ μακριά από την φυλακή και τον ποταμό που είχε ρουφήξει στα σκοτάδια του τα διαμελισμένα κορμιά των ηρώων.

          Την πέταξε στην ακτή του δικού της χρόνου και την άφησε ζωντανή, αν και ταλαιπωρημένη, στο κρεβάτι του νοσοκομείου.

          Αλαφιασμένη η Κλωθώ άνοιξε τα πρησμένα της μάτια, την ώρα που ένας γιατρός έσκυβε πάνω της για να την εξετάσει. Τα χέρια της γαντζώθηκαν στον λαιμό του άνδρα, και οι λέξεις εκτοξεύθηκαν από το στόμα της πριν προλάβει να τις συνειδητοποιήσει και πριν καν δει τον γιατρό.

          «Θα μου χαρίσεις παιδιά; Τα οφείλω στην Ελλάδα, και μόνη μου αδύνατον να τα κάνω!» Φώναξε χαρούμενη στο αυτί του γιατρού που γούρλωσε τα μάτια, σαν άκουσε την επιθυμία της.

          Έπιασε τα χέρια της απαλά και τα απομάκρυνε από τον λαιμό του.

          «Καλώς ήρθες στον κόσμο μας! Ήσουν για μέρες εκτός εαυτού και οφείλω να ομολογήσω ότι μόνο τέτοια επιθυμία δεν περίμενα να εκφράσεις, σαν ανοίξεις τα μάτια σου!» Δήλωσε ο άνδρας, χωρίς να κρύβει την έκπληξή του.

«Αχ Κλωθώ μου, υπέφερα φρικτά τόσες ημέρες από φόβο, κι εσύ, ίσα που επέστρεψες, άρχισες τις τρελές κουβέντες σου! Πόσο σ΄ αγαπώ! Με σένα η ζωή δεν είναι ποτέ βαρετή! Έτσι δεν είναι γιατρέ;» Ο αδερφός της Κλωθώς παραμέρισε άγαρμπα τον γιατρό για να την αγκαλιάσει.

          «Βρέχει έξω» ψιθύρισε η Κλωθώ, κουρνιασμένη στην αγκαλιά του αγαπημένου της αδερφού.

          «Πώς το ξέρεις; Μόλις ξύπνησες» απόρησε ο αδερφός της.

          «Θέλω να πάω στο παράθυρο» είπε αντί άλλης απάντησης η Κλωθώ, και πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί ο αδερφός της ή ο γιατρός, κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι.

          Προχώρησε προς το παράθυρο, το άνοιξε, ενώ οι δύο άνδρες πίσω της διαμαρτύρονταν για την απερίσκεπτη πράξη της, και άφησε το βλέμμα να χαθεί μέσα στην καταιγίδα.

          Μέσα στις ριπές της βροχής είδε την γυναίκα με την ηλακάτη, μια ζωγραφιά του ανεξήγητου κόσμου προορισμένη μόνο για τα δικά της μάτια. Είδε τα άλικα χείλη να χαμογελούν και από τα μάτια της να γεννιούνται αστέρια. Είδε το χέρι της να υψώνει την ηλακάτη προς τον ουρανό, ενώ το άλλο το ακούμπησε επάνω στην καρδιά της.

          Έτσι έκανε και η Κλωθώ, έφερε το χέρι πάνω στην καρδιά της, ενώ άφησε από τα χείλη της την λέξη ευχαριστώ αστέρι να γίνει και να πετάξει προς την μοίρα, προς την Ελλάδα που δεν ήταν μόνο γη, ήταν και ουρανός, ήταν και θάλασσα, ήταν και σύμπαν αιώνιο και άφθαρτο.

Από την Νίκη Μάρκου

Για να διαβάσετε την σελίδα 1 πατήστε εδώ

Για να διαβάσετε την σελίδα 2 πατήστε εδώ

Για να διαβάσετε την σελίδα 3 πατήστε εδώ

Για να διαβάσετε την σελίδα 4 πατήστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου