Μικρασιατική Καταστροφή: Η Κλωθώ είδε το κορμί της μάνας να καίγεται και τον Τούρκο να χλευάζει πάνω από το ακέφαλο σώμα του Έλληνα...

14/9/2022

Η Μικρασία καίγεται, η Μικρασία πάει!... Ένα νεκροσέντονο απλώθηκε στους τόπους των Ελλήνων, σαβανώθηκαν οι ελπίδες, τα όνειρα και η προαιώνια ιστορία των Ελλήνων... Ο θρήνος των προγόνων μας κυλά μέσα στον χρόνο και φτάνει, εκατό χρόνια μετά, στις δικές μας ψυχές και τις ματώνει! 

Στο πρώτο μέρος της ιστορίας, η Κλωθώ είχε οδηγηθεί στον τόπο της άφατης τραγωδίας και οδύνης. Εδώ, στο δεύτερο μέρος, βιώνει τις συμφορές των Ελλήνων και δεν είναι σίγουρο ότι θα παραμείνει ζωντανή...

Η μάνα σφίγγοντας την Αθηνά στην αγκαλιά της, κοίταξε αλαφιασμένη την αυλή, τον δρόμο, το αντικρινό σπίτι, τον ουρανό, το σπίτι της. Κι άλλος πυροβολισμός. Μα και μια μυρωδιά καμένου που απλώθηκε γύρω τους και τρύπωσε από την μύτη στην ψυχή της.

«Μαμά, τι γίνεται; Πού είναι ο μπαμπάς;» Η φωνούλα πνίγηκε πάνω στα στήθη της γυναίκας, που δεν ήξερε ποια απόφαση ήταν σωστή. Να τρέξει μακριά από το σπίτι ή να μπει μέσα; Τι θα σώσει το κοριτσάκι μου; Αναλογίστηκε κι απότομα ο θυμός την διαπέρασε σαν ξίφος.

Άρα είναι αλήθεια πως θέλουν να μας διώξουν από τον τόπο μας. Δεν ήταν φήμες. Οι Τούρκοι έφτασαν και στην δική μας πολιτεία. Η φλόγα του θάρρους που ξέσπασε στο μυαλό της, έδιωξε την τρομάρα και τον όποιο δισταγμό της.

Μπήκε αποφασιστικά στο σπίτι, με την μικρή στην αγκαλιά της.

«Αθηνούλα μου, άκουσέ με προσεκτικά. Ακούς τις βροντές των όπλων;» Το κεφαλάκι έγνεψε ναι.

«Αυτοί είναι οι Τούρκοι. Δεν είναι φίλοι μας, έγιναν εχθροί μας τώρα και θέλουν να μας διώξουν από τα σπίτια μας. Δεν θα διστάσουν να μας κάνουν κακό, ακόμα και να μας σκοτώσουν».

«Ο μπαμπάς πού είναι μανούλα μου; Θα τον σκοτώσουν;» Τα δάκρυα τρεμόπαιζαν στα μεγάλα παιδικά μάτια κι έκαναν την μάνα να πονάει πιότερο.

«Δεν ξέρω» απάντησε με ειλικρίνεια. Αυτά που είχε ακούσει για τις βιαιότητες των Τούρκων, πλησίαζαν με ταχύ ρυθμό το σπιτικό τους. Έπρεπε απότομα να δώσει στην κόρη της να καταλάβει πως κινδύνευαν σοβαρά. Και η βρώμα που έκαιγε τον τόπο τους, έμπαινε πλέον ανεμπόδιστα από τα παράθυρα μέσα στο σπίτι κι έκαιγε τον λαιμό της κόρης της, που την τράνταξε βήχας.

«Βάλαν φωτιά, καίγονται τα σπίτια και το βιός μας. Άκου κόρη μου, δεν έχουμε χρόνο. Δεν ξέρω τι θα μας συμβεί. Όμως, πάση θυσία, εσύ πρέπει να μείνεις ζωντανή και να φτάσεις στην μητέρα Ελλάδα, στην πατρίδα μας».

Κράτησε το όμορφο προσωπάκι στα χέρια της κι ανάγκασε το κορίτσι να την κοιτάξει στα μάτια.

«Δεν θέλω να μείνω ζωντανή χωρίς εσένα και τον μπαμπά μου». Τα χειλάκια έτρεμαν και πάνω τους γλιστρούσε η αρμύρα των δακρύων.

«Μ΄ εμπιστεύεσαι καρδούλα μου; Θα κάνεις ό,τι σου πω; Εξάλλου, αν μείνεις εσύ ζωντανή, θα είμαι κι εγώ ζωντανή! Ακόμα κι αν χωριστούμε για λίγο, με την βοήθεια του Θεού, θα ανταμώσουμε ξανά!»

«Δεν θέλω να χωριστούμε, θέλω τον μπαμπά μου, θέλω να κάνω κούνια, μου υποσχέθηκες ότι θα κάνω αύριο κούνια» είπε η Αθηνά, και με το χεράκι της σκούπισε τις μυξούλες της.

Το βουητό των φωνών που έφτασε στ΄ αυτιά της, τρομοκράτησε την μάνα περισσότερο από την κάπνα.

«Πρέπει να με εμπιστευτείς καρδούλα μου! Δεν είναι ώρα για κλάματα! Οι Τούρκοι θα μας δείρουν, θα μας βασανίσουν! Γι΄ αυτό πρέπει να φύγουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται! Σταμάτα να κλαις!» Μάλωσε ξανά την κόρη της, ενώ μέσα της μάτωνε.

«Μην ξεχνάς, είσαι Ελληνίδα και δεν επιτρέπεται να κλαις στα δύσκολα! Μία γενναία Ελληνίδα στα δύσκολα παλεύει σαν λιονταρίνα! Το κατάλαβες; Εσύ κι εγώ λοιπόν θα παλέψουμε σαν λιονταρίνες! Το κατάλαβες μικρή μου;»

Η Αθηνά ρούφηξε την μύτη της και ένευσε καταφατικά, αλλά τα δάκρυα τής ήταν αδύνατο να τα σταματήσει.

«Πάω τώρα να πάρω λίγα χρήματα που έχουμε φυλαγμένα κι έπειτα θα φύγουμε τρέχοντας. Φόρεσε τα παπούτσια σου, γρήγορα, γρήγορα, σε παρακαλώ» φώναξε η μάνα και με βιάση πήγε στο κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι της. Η αγωνία της έφερνε ζάλη, ο πόνος ξέσχιζε την καρδιά της. Έβαλε στον κόρφο της το μικρό κομπόδεμα και έτρεξε προς το διπλανό δωμάτιο, χωρίς να ρίξει μια τελευταία ματιά στο κρεβάτι. Δεν θα άντεχε να το έβλεπε για τελευταία φορά. Γιατί, ήξερε καλά, πως ήταν η τελευταία φορά. Ποτέ πια αυτή και ο άντρας της δεν θα σκέπαζαν με την αγάπη τους αυτό το κρεβάτι, ποτέ πια δεν θα γέμιζαν οι ελληνικές φωνές τους αυτή την κρεβατοκάμαρα.

Άρπαξε την Αθηνούλα της στην αγκαλιά και βγήκε από το σπίτι ακριβώς την στιγμή που πύρινη γλώσσα πήδησε στην αυλή κι έπεσε πάνω στην κούνια.

Ούρλιαξε η Αθηνούλα, αλλά η μάνα δεν είχε την πολυτέλεια να την παρηγορήσει. Έτρεχε για να γλυτώσουν από την φωτιά και από το βόλι του Τούρκου, έτρεχε τρελαμένη από τον φόβο, μήπως και δεν προλάβει να σώσει την κορούλα της.

Δεν έτρεχε μόνο αυτή. Γυναίκες και παιδιά, γερόντισσες και γέροντες, όλοι αλλόφρονες προσπαθούσαν να γλυτώσουν. Να γλυτώσουν από τι; Από τις φλόγες; Από τους Τούρκους που είχαν εισβάλλει στους δρόμους και στα σπίτια τους με δαδιά, με μαχαίρια, με άλογα, με τα πόδια, με κτηνώδικες φωνές και τερατώδικα γέλια;

«Γιατί δεν πιστέψαμε ότι θα φθάσουν κι εδώ; Γιατί δεν προετοιμαστήκαμε; Γιατί έγιναν άγρια αιμοβόρα ζώα οι Τούρκοι; Ω να πάρει και να σηκώσει, τέτοιες σκέψεις αυτήν την ώρα δεν με βοηθούν, αντίθετα τρώνε άπληστα τις δυνάμεις μου» μάλωσε τον εαυτό της η μάνα, ενώ πια δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον βήχα της, που την έπνιγε, πόσο την έπνιγε Θεέ μου! Κι όλο και πιο σφιχτά έσφιγγε την μικρή, πιέζοντας το προσωπάκι στον κόρφο της. Για να μην δει την φρίκη που ήδη στα δικά της μάτια κολλούσε σαν ανίατη αρρώστια.

Είδε τον υφασματέμπορο να σηκώνει ψηλά τα χέρια, όπως τον πρόσταζαν οι βάρβαροι. Είδε το μαχαίρι να μπήγεται στο στήθος του. Κι άκουσε το απαίσιο γέλιο του δολοφόνου.

«Ελπίζω να έχεις πολλά λεφτά στο ταμείο σου, άχρηστε Έλληνα! Θα τα γλεντήσω, αφού πρώτα σε βασανίσω». Η λιγδιασμένη φωνή ανήκε στον δολοφόνο που με κλωτσιές έστειλε τον Έλληνα καταγής. Δύο άλλοι Τούρκοι τσαλαπάτησαν αλαλάζοντας τον υφασματέμπορο, σαν να μην ήταν άνθρωπος που μάτωνε και ψυχορραγούσε.

Η μάνα κατάπιε τον λυγμό της κα προσπάθησε να τρέξει πιο γρήγορα. Μα όσο κι αν έτρεχε, είχε την αίσθηση ότι βρισκόταν ακινητοποιημένη μέσα στον πιο απάνθρωπο εφιάλτη.

Είδε μπροστά στην είσοδο ενός σπιτιού μια γυναίκα πεσμένη στα γόνατα να μαλλιοτραβιέται πάνω από…

Η μάνα προσπάθησε να στρέψει αλλού το βλέμμα, μα ήταν αδύνατο. Είδε ένα ακίνητο ματωμένο κορμάκι. Κι έπειτα τρεις Τούρκοι άρπαξαν την γυναίκα και ξέσκισαν τα ρούχα της.

Είδε το νεκρό βλέμμα της Ελληνίδας και ο πόνος άρπαξε στην δίνη του το μυαλό της. Μόνο το ένστικτο της μάνας την έσωζε προς ώρας. Χωρίς να το καταλαβαίνει, εγκατέλειψε τον μεγάλο δρόμο και τους συμπατριώτες της. Θα καταφέρει κάποιος από εμάς να ξεφύγει από την λυσσασμένη μοίρα; Η αγωνία για την Αθηνούλα της, έκαιγε το μυαλό της.

Μπήκε σε ένα δρομάκι, μα κι εκεί την αντάμωσε η φρίκη.

Είδε τον Τούρκο που είχε αρπάξει την γιαγιά από τα μαλλιά. Την έφτυσε και πυροβόλησε. Έπειτα άρπαξε με τα βρωμόχερα του το μικρό αγόρι, το οποίο είχε πετρώσει από τον φόβο του.

Ήταν έτοιμη να ορμήσει για να σώσει τον μικρό, αφού η μοίρα το έκανε και δικό της παιδί. Μα τότε κάποιο χέρι την τράβηξε βίαια και την έσπρωξε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από τον τρόμο και την αγωνία έτρεμε τόσο πολύ, και πάλευε τόσο πολύ για να μην πέσει η μικρή από την αγκαλιά της. Τόσο τρέμουλο και τόσος πόνος δεν την άφησαν να δει ποιος την απομάκρυνε από το αγοράκι, ήταν όμως αναγκασμένη να συνεχίσει να περπατά. Πάλι βρίσκονταν ανάμεσα σε συμπατριώτες της που είχαν χάσει τον εαυτό τους, κι αυτό ήταν χειρότερο από τα γκρεμισμένα και καμένα σπίτια τους.

Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η μικρή είχε πολλή ώρα να ακουστεί. «Καρδούλα μου» φώναξε απελπισμένη «πρέπει να φανείς δυνατή. Είπαμε, οι Ελληνίδες είμαστε γενναίες στα δύσκολα! Τα μάτια μας είδαν πολλά άσχημα πράγματα και φοβόμαστε. Αλλά, δεν πειράζει που φοβόμαστε. Ο ίδιος ο φόβος μας θα μας κάνει γενναίες. Μην μου μιλάς, δεν πειράζει καρδούλα μου. Μόνο κούνησε το κεφαλάκι σου για να καταλάβω ότι με ακούς, δώσει μου σημάδι πως είσαι μαζί μου Αθηνούλα μου».

Ένοιωσε το κεφαλάκι πάνω στο στήθος της να κουνιέται και κόντεψε να λιποθυμήσει από ανακούφιση. Έσφιξε ακόμα περισσότερο την μικρή στην αγκαλιά της, μα φοβόταν πως δεν θα άντεχε για πολλή ώρα ακόμα. Οι δυνάμεις της εξασθενούσαν με κάθε βήμα, με κάθε δάκρυ, με κάθε κραυγή που ακουγόταν, με κάθε φλόγα που ξεπετιόταν πότε από το ένα σπίτι πότε από το άλλο.

Ξαφνικά κατάλαβε πως αν συνέχιζε να περπατά μαζί με όλους, ή θα την ποδοπατούσαν, γιατί ήταν όλοι κουρασμένοι, απελπισμένοι και τρελαμένοι, ή θα τους σκότωναν όλους μαζί οι Τούρκοι, οι αλαλαγμοί των οποίων σαν νεκροσέντονο έπεφτε πάνω από τα κεφάλια των Ελλήνων.

«Θα μας κατασπαράξουν κοριτσάκι μου, αν δεν φανούμε δυνατές» μουρμούρισε η μάνα και με κουράγιο που δεν ήξερε πως είχε, κατάφερε να ξεγλιστρήσει από το πλήθος και να πάρει άλλο μονοπάτι. Παραλογισμένη, δεν ήξερε πια τον ίδιο της τον τόπο, δεν ήξερε πού πήγαινε. «Πού να οδηγεί άραγε αυτός ο δρόμος; Παναγίτσα μου, πού θα μας βγάλει;»

Αισθάνθηκε πως η μικρή γλιστρούσε από την αγκαλιά της και αλαφιασμένη προσπάθησε να την ισορροπήσει. Ο πόνος έκαιγε το κορμί και το μυαλό της, αφόρητα. Πρέπει να σώσω την κόρη μου, αντιστεκόταν πεισμωμένη, γιατί η κόρη μου είναι η Ελλάδα μου. Εγώ κι ας πεθάνω, αυτές οι δύο πρέπει να ζήσουν, πρέπει!

Δεν είχε αντιληφθεί η μάνα ότι το κεφαλάκι της Αθηνάς είχε γείρει στο πλάι και το αθώο βλέμμα της γέμιζε με φρικιαστικές εικόνες. Μέχρι που η φωνή της Αθηνάς σαν βροντή πετάχτηκε από το στόμα της μαζί με εμετό.

Στράφηκε η μάνα για να δει ποια εικόνα είχε πανικοβάλει την μικρούλα της. Κι απέμεινε με το στόμα ορθάνοιχτο, ενώ τα μάτια της γέμισαν με αίμα. Δεν είναι δυνατόν να το βλέπω αυτό… Η σκέψη πέρασε τόσο φευγαλέα από το μυαλό της, σαν να μην ανήκε καν στον ίδιο της τον εγκέφαλο.

Ένα κορμί ήταν πεταμένο στον δρόμο. Μέσα στα αίματα. Και ακέφαλο. Λίγο πιο κάτω είχε κατρακυλήσει το κεφάλι. Άντρας ήτανε. Έλληνας ήτανε. Οι Τούρκοι που τον δολοφόνησαν ήτανε κτήνη, αρπακτικά ίδια με αυτά που κατέβαιναν με φόρα προς τον διαμελισμένο για να αρπάξουν κομμάτια της σάρκας του για τροφή.

Κτήνη ήταν κι αυτοί που ίππευαν τα άλογα που σήκωναν σκόνη και πλησίαζαν όλο και πιο πολύ στο σημείο που στέκονταν μάνα και κόρη.

Οι βαρβαροφωνές τους διέρρηξαν την παγωμάρα της μάνας που με βιάση προσπάθησε να απομακρυνθεί από εκεί, παίρνοντας άλλο μονοπάτι. Φίλησε τα μαλλάκια της Αθηνάς και με τα πανιασμένα χείλη και με τα δάκρυά της. Προς τα πού να πάω; Η απόλυτη απόγνωση ξέσκιζε τα σωθικά της. Κι όσο προσπαθούσε να χαλιναγωγήσει τον εσωτερικό λυγμό της, τόσο η καρδιά της αφήνιαζε. Αν πάθω κάτι τώρα, θα μου βιάσουν και θα μου σκοτώσουν το αγγελούδι μου. Δάγκωσε την γλώσσα της, μα ούτε καν ένοιωσε το ίδιο της το αίμα.

Καμπουριασμένη, με ρούχα ξεσχισμένα, πόδια ματωμένα, ψυχή πληγωμένη και μυαλό γεμάτο με τις βρώμικες και ανίερες πράξεις των Τούρκων, περπατούσε με την Αθηνούλα στην αγκαλιά της. Περπατούσε με δυνάμεις που θαρρείς κανείς θνητός δεν μπορούσε να διαθέτει.

Δυστυχώς, όμως, η μάνα ήτανε θνητή, κι όταν ένα φλεγόμενο ξύλο χτύπησε στην πλάτη της, πήραν φωτιά τα ρούχα και τα μαλλιά της.

Αστραπιαία έβγαλε από τον κόρφο της το πάνινο πορτοφολάκι και το κρέμασε στον παιδικό λαιμό. «Φύγε! Τρέξε γρήγορα, βάλε φτερά στα πόδια σου μικρή μου, η Ελλάδα σε περιμένει!» Ούρλιαξε, σπρώχνοντας μακριά την κόρη της, ενώ οι φλόγες έγλειφαν την σάρκα της.

Η μικρή έμεινε παγωμένη από το σοκ να κοιτάζει την μαμά της που καιγόταν, δεν αντιλαμβανόταν τους κινδύνους γύρω τους ούτε άκουγε τα ποδοβολητά των αλόγων που έφερναν όλο και πιο κοντά της τους αιμοβόρους εχθρούς. Ασυναίσθητα, ήταν έτοιμη να ορμήσει πάνω στην μάνα, γιατί πια δεν ήθελε να πάει στην Ελλάδα, ήθελε μόνο να φωλιάσει στην μητρική αγκαλιά. Και τότε…

 

Και τότε, η Αθηνά που είχε πεθάνει στα βαθιά της γεράματα στην Ελλάδα, καθώς έβλεπε τον μικρό εαυτό της έτοιμο να ορμήσει πάνω στην φλεγόμενη μάνα, χαμογέλασε. Γιατί ήξερε πως ένας γενναίος Έλληνας την άρπαξε αγκαλιά, σχεδόν μέσα από τα χέρια των Τούρκων, κι άρχισε να τρέχει, κι όλο να απομακρύνεται από τις φλόγες και τις βάρβαρες κραυγές, κι όλο να την πηγαίνει πιο μακριά από το βίαιο θανατικό.

Ήταν απίστευτος, τολμηρός και ευρηματικός ο Έλληνας που μου χάρισε την ζωή, που γιάτρεψε τις πληγές μου, σκέφτηκε σαν να ήταν ακόμα θνητή η Αθηνά που αιωρούνταν ανάμεσα στο υπαρκτό και στο ανύπαρκτο.

Και μαζί της αιωρούνταν και η Κλωθώ, η οποία, όμως, δεν ήξερε ότι ένας πολυμήχανος Μικρασιάτης Έλληνας, ο Οδυσσέας, είχε αρπάξει στα λαβωμένα του χέρια την μικρή πριν το σώμα της τυλιχτεί στις φλόγες μαζί με το σώμα της αδικοχαμένης μάνας της. Την είχε πασαλείψει με βρωμιές, της είχε κόψει άτσαλα τα μαλλιά και την είχε ικετεύσει να κρατά το στόμα της ανοιχτό, από όπου έπρεπε να αφήνει να πετιούνται σάλια.

Η Κλωθώ δεν ήξερε ότι ο Οδυσσέας του Ομήρου είχε ξαναγεννηθεί στο κορμί του Έλληνα που έσωσε την μικρούλα, παρακαλώντας την να βγάζει άναρθρες κραυγές κάθε που θα συναντούσαν Τούρκους.

Η Κλωθώ είδε μονάχα σε αργή κίνηση την Αθηνά να πέφτει προς το μέρος της καιόμενης μάνας της, και τότε…

Τότε η κραυγή της έσχισε τον αέρα, όπως η αστραπή διασχίζει τον μαύρο ουρανό και σκορπά τον τρόμο. Ξέχασε πως στην Μικρασία δεν έζησε ποτέ η ίδια, παρά μόνο αιωρούνταν εκεί, παραβιάζοντας τους λογικούς κανόνες του χρόνου.

Ασυναίσθητα, με την καρδιά της να χτυπά δυνατά στα αυτιά της και τα γόνατα να τρέμουν ανεξέλεγκτα, σηκώθηκε όρθια μέσα στον μαγικό κύκλο του χρόνου που θα έσπαγε, αν προσπαθούσε να τον εγκαταλείψει.

Ίσως το τρέμουλο την έσωσε. Ίσως η φορτωμένη με πόνο ματιά της γιαγιάς Αθηνάς που βρισκόταν σε μικρή απόσταση πίσω της. Ίσως αυτό το βλέμμα της γιαγιάς είχε ακινητοποιήσει προς ώρας το πόδι της Κλωθώς που είχε ανασηκωθεί, έτοιμο να την οδηγήσει έξω από τον κύκλο. Αν το βήμα της άγγιζε το έδαφος της Μικρασίας, τότε ολόκληρο το κορμί της δεν θα αργούσε να διαλυθεί στον παρελθοντικό αέρα, ο οποίος δεν μπορούσε να θρέψει έναν κατοπινό ανθρώπινο οργανισμό.

«Πώς να πεις σε ένα παιδί, φύγε από την μάνα σου που καίγεται; Αφού αυτού του παιδιού το μυαλό το έχει ήδη κάψει η παράνοια της άγριας βίας». Οι λέξεις χύθηκαν σαν σταγόνες αίματος μέσα στον αλλόκοτο κύκλο, χαράσσοντας ένα μικρό ρήγμα, αδιόρατο ακόμα. Που όμως θα έσπαγε, αν συνέχιζε να μιλά η Κλωθώ, ή αν ολοκλήρωνε το βήμα έξω από τον κύκλο.

«Ή θα καεί μαζί με την μάνα της ή θα την βιάσουν οι Τούρκοι και μετά θα την σκοτώσουν. Δεν έχει σωτηρία η μικρή μου, δεν έχει» μοιρολόγησε η Κλωθώ που είχε παντελώς ξεχάσει ότι η γιαγιά Αθηνά ήταν η μικρή Ελληνίδα αρχόντισσα, και κατά συνέπεια δεν κινδύνευε να καεί στην πυρά των δαιμονισμένων Τούρκων. Είχε ξεχάσει ότι το εγγόνι της Αθηνάς έκανε την δική της καρδιά να γοργοχτυπά.

Αλλά, η μεγάλη πια Αθηνά, νεκρή στον κόσμο των ζωντανών, και αιθέρια αγγελική ύπαρξη στον θεϊκό κόσμο, δεν είχε ξεχάσει το εγγόνι της και το είδε ακριβώς την μοιραία στιγμή που η Κλωθώ πήγε να βγάλει το πόδι της από τον κύκλο τους. Εκείνη την στιγμή, ο γιατρός έμπαινε στο νεκροταφείο, αναζητώντας την.

«Μην ολοκληρώσεις αυτό το βήμα Κλωθώ, μη! Σε γυρεύει ο γιατρός!» Η γιαγιά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ικεσία της που σαν βέλος ρίχτηκε καταπάνω στην Κλωθώ.

Χάρη στην φωνή της, το βήμα της Κλωθώς έμεινε ανολοκλήρωτο, μισό μέσα στον κύκλο, μισό έξω. Αλλά, ακόμα κι αυτή η μισή απαγορευμένη κίνηση ήταν καταστροφική. Γιατί, την στιγμή που το πόδι της έτρεμε ανάμεσα σε δύο διαστάσεις του χρόνου, μία σφαίρα χίμηξε πάνω της.

Και τότε όλα σκοτείνιασαν μέσα στον αλλόκοτο κύκλο. Η Κλωθώ δεν μπορούσε να δει μήτε να νοιώσει το στοργικό χάδι της γιαγιάς Αθηνάς πάνω της.

Ωστόσο ο χρόνος που ήταν ανθρωπογνώστης και άσπλαχνος σχεδόν πάντα, πήρε μορφή θεϊκού χεριού κι άρπαξε την Κλωθώ για να την μεταφέρει έξω από τον σαρκοβόρο κύκλο. Δεν την πέταξε όμως στην καμένη μικρασιατική γη, παρά την απόθεσε, σχεδόν με ανθρώπινη τρυφερότητα, σιμά στο μνήμα της γιαγιάς.

Εκεί πεσμένη την είδε ο γιατρός που με την ψυχή στο στόμα έτρεξε κοντά της. Αν ήταν απλά ένας ερωτευμένος άντρας, θα έχανε την ψυχραιμία του και θα την άφηνε αβοήθητη, γιατί ο πόνος της καρδιάς του θα τον είχε πνίξει.

Ήταν όμως γιατρός που έβλεπε το ματωμένο στήθος της Κλωθώς και ήξερε ότι ο χρόνος δούλευε εις βάρος τους. Πρέπει να κάνω τα αδύνατα, δυνατά, για να σωθεί, σκέφτηκε φευγαλέα, ενώ ήδη έκανε τα αναγκαία, ώστε να βγει πρώτος και νικητής στην μάχη του με τον χρόνο, τον δικό του χρόνο τον γήινο κι ερμηνεύσιμο.

Δεν άργησαν να ακουστούν οι σειρήνες του ασθενοφόρου που έριξαν στον τόπο των κεκοιμημένων τους ήχους του κακού οιωνού, εξαιτίας μιας αδέσποτης σφαίρας.

Τα ερωτήματα που έπρεπε να απαντήσουν οι αστυνομικοί ερευνητές που έφτασαν στον τόπο της τραγωδίας λίγο αργότερα, ήταν: Ποιοι πυροβόλησαν, ποιον ήθελαν να σκοτώσουν και πώς η αδέσποτη σφαίρα χτύπησε το στήθος της γυναίκας που προσκυνούσε έναν τάφο;

Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα ήταν, αν θα κατάφερναν ποτέ οι θνητοί ερευνητές να ανακαλύψουν τους δράστες της φονικής απόπειρας. Θα μπορούσαν να τους ανακαλύψουν αν ανήκαν στην δική τους εποχή. Αν όμως δεν ανήκαν; Αν το φονικό είχε διαπραχθεί στην Μικρασία των Ελλήνων 100 χρόνια πριν;

Αν ο χρόνος ο ανερμήνευτος έπαιζε βρώμικο παιχνίδι στους ανθρώπους, κανένας θνητός δεν είχε πιθανότητα να φτάσει στην αλήθεια. Ούτε μπορούσε να τον δει αυτόν τον χρόνο που κρεμόταν σαν λαιμητόμος πάνω από το νεκροταφείο, αλλά και πάνω από το χειρουργικό κρεβάτι που φιλοξενούσε την Κλωθώ.

Θα κοβόταν άραγε από αυτή την λαιμητόμο το νήμα της ζωής της Κλωθώς; Είχε έρθει η ώρα του γήινου θανάτου της;

Αυτή η τελευταία ερώτηση έκανε τα χέρια του γιατρού να τρέμουν και τα γόνατά του να λυγίζουν. «Δεν μπορείς να πεθάνεις τώρα Κλωθώ, όχι τώρα που έχουμε την ευλογία της γιαγιάς Αθηνάς, όχι πριν χαρίσουμε στην Ελλάδα τα παιδιά μας. Μου το υποσχέθηκες αυτό, το θυμάσαι;» Ψέλλισε ο γιατρός, άφησε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο της και οπισθοχώρησε για να δώσει τον χώρο και τον χρόνο που χρειάζονταν οι συνάδελφοί του για να σώσουν την λατρεμένη μούσα της ζωής του.

Εν τω μεταξύ η Κλωθώ που είχε ακούσει τα ψιθυριστά του λόγια, προσπάθησε να ανοίξει το στόμα για να του πει ότι ναι, θέλει να χαρίσουν τα παιδιά τους στην Ελλάδα. Μα δεν τα κατάφερε. Όχι ακόμα. Κι ίσως, ποτέ… 

Από την Νίκη Μάρκου

Το πρώτο μέρος της ιστορίας μπορείτε να το διαβάσετε εδώ: Μικρασιατική Καταστροφή: Η Κλωθώ οδηγείται στον τόπο της άφατης τραγωδίας και οδύνης

Μπορείτε να διαβάσετε την ιστορία "Τότε που η Κλωθώ συνάντησε τον Ρήγα Φεραίο, στην φυλακή Νεμπόισα" εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου