Στο λημέρι του Καπετάν Άγρα η ατμόσφαιρα μύριζε άφοβη, ελεύθερη, περήφανη, ελληνική!


7/6/2025

Τις ει;*

Γλυκοχάραζε... Η αντρίκια δυνατή φωνή αντιλάλησε πάνω στο νερό.

Κροτάλισμα σκανδάλης όπλου ακούστηκε καθαρά και παρακάτω το νεροβούτημα κάποιου κουπιού σίγησε μεμιάς. Μα κανένας δε φαινόταν. Καλάμια παντού! 

Μια αγορίστικη φωνή σηκώθηκε μέσα από τα καλάμια: 

-Μη τραβάς, κυρ-εύζωνα. Ρωμιός είμαι... Είμαι ο Αποστόλης, ο οδηγός. 

-Έβγα από τα καλάμια... Πού είσαι; 

Μια πλάβα ξεπρόβαλε από πυκνά φυλλώματα. Όρθιος μέσα σ΄ αυτή στεκόταν ένας άντρας αρματωμένος ως τα δόντια και άλλος, με κάπα, καθόταν στο κουπί. Συνάμα από το αντικρινό μέρος άλλη πλάβα χώρισε τα καλάμια και βγήκε και αυτή στ΄ ανοιχτά. Μέσα ήταν δυο παιδιά. 

-Ποιος είναι ο Αποστόλης ο οδηγός, από τους δυο σας; ρώτησε ο άντρας. 

-Εγώ, αποκρίθηκε το πιο μεγάλο από τα παιδιά. 

-Και ποιον ζητάτε; 

-Τον Καπετάν-Άγρα, απάντησε ο Αποστόλης.

-Καλά, ακολούθα με την πλάβα σου, του είπε ο άντρας.

Έβγαλε ένα φώναγμα και άλλο του αποκρίθηκε πέρα από τα καλάμια.

Αργά κωπηλατώντας ανέβαινε ο πλαβαδόρος το ρεύμα του νερού και ακολουθούσε ο Αποστόλης. 

Άλλη πλάβα ξεπρόβαλε μπροστά τους, μ΄ έναν πλαβαδόρο που ήταν κι αυτός οπλισμένος. 

Εμπρός οδηγούσε τώρα ο Μιχάλης (ο νέος πλαβαδόρος) την πλάβα του από σεντούρια, υδάτινα μονοπάτια κυρτά, στραβοδίβολα, όπου τα καλάμια έκοβαν τη θέα σε κάθε γύρισμα, και πίσω ακολουθούσαν τ΄ αγόρια, κουρασμένα, αποκαμωμένα από την αγρύπνια και την αφαγιά. 

Σ΄ ένα γύρισμα, ξαφνικά, ξεσκεπάστηκε μια καλύβα μεγάλη, καλοφτιαγμένη, με πρόχωμα ψηλό ολόγυρα στο άσκεπο πάτωμα, που το ΄κανε ταμπούρι αληθινό. 

Πλάβες πολλές ήταν αραγμένες ολόγυρα και άντρες μπαινόβγαιναν στην καλύβα, ετοίμαζαν σακκίδια, όπλα, φυσίγγια, ψωμιά. Η καλύβα όλη ήταν σε εξέγερση, οι άντρες ανυπόμονοι, βιαστικοί. 

Ένας ανάμεσά τους ξεχώριζε ήσυχος, γελαστός. Ήταν μάλλον κοντός, φορούσε κοντοβράκι και μπότες και πάνω από το αντάρτικο αμπέχονό του ήταν ζωσμένος φυσίγγια σε αράδα από πέτσινες τσέπες. Ένα ζευγάρι κιάλια κρέμονταν στο στήθος του και τα μαλλιά του, πυκνά και σγουρά, ήταν ξεφούσκωτα. Στεκόταν στο πάτωμα, στην άκρη, και ακουμπούσε το χέρι σ΄ ένα βραχύκαννο τουφέκι.

Ταραγμένος έσκυψε ο Γιωβάν (το μικρότερο αγόρι) στο αυτί του Αποστόλη:

-Αυτός είναι ο καπετάν Άγρας! του ψιθύρισε.

Αμίλητος θαύμαζε ο Αποστόλης.

Πλεύρισαν οι βάρκες και τ΄ αγόρια ανέβηκαν στην καλύβα...


Εκείνη η μέρα χαράχτηκε στη ζωή του Αποστόλη με χρώματα ανεξίτηλα. Του φάνηκε πως μεγάλωσε πολύ! Όλη μέρα ήταν στον καπετάν Άγρα, στον υπαρχηγό του, στους διαλεχτούς ευζώνους του...

Είδε και ανέπνευσε ατμόσφαιρα ελληνική ανάμεσα στα παλικάρια, ατμόσφαιρα άφοβη, ελεύθερη, περήφανη, που τον έκανε και αυτόν να σηκώνει το κεφάλι, να ρίχνει πίσω τους ώμους, να στέκει σαν λεβέντης... 

*Ποιος είναι; 

"Στα μυστικά του Βάλτου", Πηνελόπη Δέλτα. 

Ο Τέλλος Άγρας ή Σαράντος Αγαπηνός, μαζί με τον στενό του φίλο και συμπολεμιστή Αντώνη Μίγγα, σαν σήμερα, 7 Ιουνίου του 1907, απαγχονίστηκαν από τους κομιτατζήδες, μετά από φρικτά βασανιστήρια. Από την δράση του Άγρα εμπνεύστηκε η Πηνελόπη Δέλτα το έργο της "Στα μυστικά του Βάλτου". 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου