Οἱ γέροντες ἦταν σημαντικὰ πρόσωπα στὴν οἰκογένεια - Στὴν κυρτή τους πλάτη κουβαλοῦσαν ἐμπειρίες ἀπὸ τὸ ταξίδι τῆς ζωῆς


16/11/2025

«Τάχατες δὲν ἤμουνα κι ἐγὼ νιός,
δὲν ἤμουν παλληκάρι,
τάχατες δὲν ἐπερπάτησα
τὶς νύχτες μὲ φεγγάρι».

Στέλλα Πετρίκη Τραγγανίδα
(ἀπὸ τὸ βιβλίο Ὁ κύκλος τῶν χαμένων γυναικῶν)

[Μέσα τοῦ περασμένου αἰῶνα] Οἱ γέροντες ἦταν σημαντικὰ πρόσωπα στὴν οἰκογένεια.

Αὐτοὶ ποὺ διάβηκαν τὸ δρόμο τῆς ζωῆς, ποὺ πόνεσαν, ποὺ ἔδωσαν πολλὰ καὶ πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις τους καὶ δημιούργησαν στὸ πέρασμά τους εἶχαν τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση ὅλης τῆς οἰκογένειας.

Στὴν κυρτή τους πλάτη κουβαλοῦσαν ἐμπειρίες ἀπὸ τὸ ταξίδι τῆς ζωῆς καὶ μοίραζαν συμβουλὲς στοὺς νεώτερους.

Ἀγκομαχώντας οἱ γέροι, στηριγμένοι στὰ μπαστούνια, ὥσπου νὰ πάρουν καὶ τὴν τελευταία στροφὴ τῆς ζωῆς, ἀπολάμβαναν τὴν ἀνταπόδοση ποὺ τὴν ἐμπνέει ἡ πιὸ λεπτὴ ἀρετή, ἡ εὐγνωμοσύνη.

Ἔχοντας ξοφλήσει τοὺς λογαριασμοὺς μὲ τὴ ζωή, βάδιζαν διακριτικὰ πρὸς τὸ τέλος, ὅπως ἐπέβαλλε ἡ φύση, ἀφοῦ ὁλοκλήρωναν τὸν κύκλο.

Δὲν ἔψαχναν γιὰ ἑλιξήρια ζωῆς – τὰ γηρατειὰ γιατριὰ δὲν ἔχουν. Στὸ πρόσωπό τους ἔβλεπες σκαμμένη ὅλη τους τὴ ζωή.

Γερμένοι πρὸς τὰ κάτω σὰν ὥριμα στάχυα γιὰ θερισμό, τὰ γεροντάκια ἀντίκριζαν καρτερικὰ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου.

Συμφιλιωμένα μαζί του, κρατοῦσαν μιὰ στάση γεμάτη ἀξιοπρέπεια ἀκόμα καὶ μπροστὰ στὴ μυρουδιὰ τοῦ θανάτου.

Ἂν καὶ ἀνήμποροι στὸ παραγώνι τῆς ζωῆς, δὲν σταματοῦσαν νὰ προσφέρουν, οὔτε κι ὅταν ὁ θάνατος τοὺς ἔκανε σῆμα.

Φτιαγμένοι μὲ γερὰ ὑλικὰ τοῦ κάμπου καὶ μαθημένοι ἀπὸ τὰ μικράτα τους νὰ παλεύουν μὲ τὴ ζωή, ἀπασχολοῦνταν τώρα βοηθητικά.

Μεγάλωναν ἐγγόνια μὲ στοργὴ κι ἀγάπη καὶ στὰ πρόσωπά τους χάιδευαν μὲ τὰ γεμᾶτα ρυτίδες καὶ πεταμένες φλέβες τὴν ἐλπίδα.

Κι ἦταν μεγάλη χαρὰ ν’ ἀπολαμβάνουν τὶς τελευταῖες ἀναλαμπὲς τῆς ζωῆς μέσα ἀπὸ τὶς χαρούμενες φωνὲς τῶν ἐγγονῶν.

Ἡ ζωὴ περνάει γρήγορα μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν στητὰ κορμιὰ καμπουριάζουν καὶ τὰ μαλλιὰ γίνονται ἄσπρα.

Τὸ χθεσινὸ παιδὶ εἶναι σήμερα ἀσπρομάλλης ἄντρας, κι ἡ χθεσινὴ ὥριμη γυναίκα γριὰ διπλωμένη στὰ δύο.

Αὐτοὶ ποὺ κάποτε ὄργωναν ὅλο τὸν κάμπο τώρα δὲν μποροῦσαν οὔτε βῆμα νὰ ρίξουν. Κι ἄκουγες τὸ
παράπονο νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ γερασμένο στόμα.

«Τάχατες δὲν ἤμουνα κι ἐγὼ νιός,
δὲν ἤμουν παλληκάρι,
τάχατες δὲν ἐπερπάτησα
τὶς νύχτες μὲ φεγγάρι».

«Ὁ Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος»

«Χριστιανική Ἕνωσις Ἀκτῖνες»
Ἔτος 64ο – Σεπτέμβριος – Ὀκτώβριος 2018 – Ἀρ. 629

Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τῆς Μέλιας» 

Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀπὸ τὸ Pinterest

1 σχόλιο: