Ζήτω η Ελλάδα! Φώναξε ο ήρωας Ανδρόνικος! Κι έπεσε διάτρητος από τις σφαίρες των Γερμανών...


Μάιος 1943 

Ο Ματθαίος Ανδρόνικος, το παληκαράκι αυτό με τη γλυκειά, την τρυφερή ψυχή, την ψυχή που έχουν όλοι οι μεγάλοι ήρωες, πρόφτασε να φωνάξει:

-Ζήτω η Ελλάδα!

Κι έπεσε διάτρητος απ΄ τις σφαίρες. Σφαίρες των Γερμανών. 


Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα, σε κάποιο σπιτάκι στην Αθήνα, ζούσε ένας νεαρός σπουδαστής, μαζί με την μητέρα του και την αδελφή του: Ο Ματθαίος Ανδρόνικος, ένα Ελληνόπουλο απ΄ τη Μύκονο που, από τις πρώτες μέρες της σκλαβιάς, κατάλαβε πως δεν του ήταν δυνατό να συνεχίσει τις σπουδές του και τη ζωή του με τις καινούργιες, αβάσταχτες συνθήκες που δημιούργησαν οι καταχτητές. Και πήρε μια μεγάλη απόφαση: Να φύγει από την Ελλάδα, με κάθε τρόπο, να περάσει στις ελεύθερες χώρες της Ανατολής και κει να προσφέρει ό,τι μπορούσε για την ελευθερία της πατρίδας του.

Τ΄ όνειρό του αυτό πραγματοποιήθηκε στο τέλος Σεπτεμβρίου 1941. Ο Ανδρόνικος, ύστερ΄ από πολλές περιπέτειες, κατόρθωσε να φτάσει μ΄ ένα καϊκι και με τρεις άλλους τολμηρούς συντρόφους του στην Αίγυπτο. Εκεί μπήκε εθελοντής στην Ειδική Σχολή Κατασκοπείας S.T.C.102, στη Χάιφα, απ΄ όπου αποφοίτησε ύστερ' από ένα χρόνο περίπου, ειδικευμένος για ασυρματιστής, αλεξιπτωτιστής και σαμποτέρ. Ήταν έτοιμος, δηλαδή, να δράσει, σ΄ οποιαδήποτε κατεχόμενη από τον εχθρό χώρα τον έστελνε η υπηρεσία του.

Έτσι μια κατασκότεινη νύχτα, ένα συμμαχικό υποβρύχιο τον έβγαζε μαζί με δυο άλλους συναδέλφους του, το Θεόδωρο Λιάκο και τον Κώστα Ρούσσο, εφοδιασμένους με μηχανήματα ασυρμάτου, στον όρμο Νύμφη της Μάνης.

Η αποστολή του είχε σκοπό να ενισχύσει την οργάνωση "Μίδας 614" του ταγματάρχη Γιάννη Τσιγάντε. Ύστερα από πολλές περιπέτειες, έκρυψαν τα μηχανήματα σε μια σπηλιά, κοντά στο χωριό Παγανέα. Μα η λαστιχένια βάρκα που τους είχε φέρει από το υποβρύχιο στην ξηρά, πρόδωσε την παρουσία τους. Οι Μανιάτες, φύσει περίεργοι, έτρεξαν να δουν τους ανθρώπους που ήρθαν απ΄ την Ανατολή. 

Δύο ώρες μακρυά απ΄ την Παγανέα, ήταν ένας ιταλικός σταθμός Καραμπινιέρων. Κανένας βέβαια δεν τους πρόδωσε, μα ο ενθουσιασμός των χωρικών ήταν επικίνδυνος, όσο θα βρίσκονταν εκεί και θα φρόντιζαν να βρουν καϊκι για να φτάσουν στον Πειραιά. Τέλος τα  κατάφεραν ύστερ'  από δυο τρεις μέρες κι έφτασαν στον προορισμό τους. 

Στην Αθήνα, οι τρεις νέοι δούλεψαν συνέχεια πάνω από έξι μήνες, χωρία καμμιά διακοπή. Τους ασυρμάτους τους γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, από φόβο μήπως τα γερμανικά ραδιογωνιόμετρα εντοπίσουν τις εκπομπές τους

Οι Γερμανοί εγκατέστησαν γύρω στην Αθήνα δέκα μόνιμα ραδιογωνιόμετρα για να εντοπίζουν τους πομπούς.

Αν ο ασυρματιστής είχε την απρονοησία να δουλεύει συνέχεια πέρα απ΄ ορισμένα λεπτά της ώρας, οι Γερμανοί εύρισκαν αμέσως από ποια συνοικία προέρχονταν τα μυστικά μηνύματα. Τότε ξεκινούσαν από το μέγαρο Ησαϊα, της οδού Πατησίων, τ΄ αυτοκίνητα-ραδιογωνιόμετρα και τριγυρίζοντας τα ύποπτα τετράγωνα, ανακάλυπταν με τους τέλειους δέκτες τους το ύποπτο σπίτι. Κι ο ένας μετά τον άλλον τουφεκίζονταν οι ασυρματιστές μας. Γιατί όση επιπολαιότητα έδειξε η Μ. Ανατολή στέλνοντας στην Ελλάδα ασύρματους μ΄ ένα μονάχα κύμα, άλλη τόση έδειξαν και μερικές ελληνικές οργανώσεις που άφηναν χειριστές απροστάτευτους.

Οι τρεις όμως σύντροφοι τα ήξεραν καλά όλ΄ αυτά. Έτσι άλλαζαν κάθε τόσο θέση πηγαίνοντας πότε στο σπίτι του Κουσουράκη, κοντά στο θέατρο "Περοκέ", πότε στο σπίτι του Αντώνη Παντελή, πότε στου Μεσάρη, στην οδό Αριστοτέλους, στου Παλαιολόγου, στη Λ. Αλεξάντρας, στο υπόγειο του Ευάγγελου Μανδρούλα, Ζωοδόχου Πηγής 2, στου Γεωργίου Τζώνη, οδός Πειραιώς, στου Ασημακοπούλου, Κανάρη 2 και στους αδελφούς Γουνελά, στην οδό Πειραιώς, όπου στις 18-3-43 πιάστηκε απ΄ την Γκεστάπο ο ασυρματιστής Θεόδωρος Λιάκος μαζί με τον πομπό του.  

Μετά τη σύλληψη του Λιάκο, ο Ματθαίος Ανδρόνικος κι ο Κώστας Ρούσσος δεν δείλιασαν. Συνέχισαν απτόητοι και με περισσότερη θέρμη τις εκπομπές τους στη Ν. Σμύρνη, οδός Δωδεκανήσου 15, στο σπίτι της κ. Ελένης Γιαννακέα.

Στο μεταξύ ο Ρούσσος προσβλήθηκε από φυματίωση. Μα όταν του έλεγαν ν΄ ανέβει στο Σανατόριο της Πεντέλης, θύμωνε: 

-Να πάω δηλαδή να την αράξω στο Σανατόριο και ν΄ αφήσω τη δουλειά μου στη μέση; έλεγε. Ωραία! Αφού είμαι καταδικασμένος απ΄ τη μοίρα μου, προτιμώ να πεθάνω δίπλα στον πομπό μου!

Με τον καιρό, οι πνεύμονές του έγιναν "κόσκινο" κι΄ ο πυρετός έφτανε στους σαράντα βαθμούς. Αλλ΄ ο ηρωικός νέος δεν άφηνε τη θέση του. Αυτό όμως προκάλεσε και το τέλος του. Επειδή δεν μπορούσε πια να μετακινηθεί, ο ασύρματός του δούλευε μέρα νύχτα στο ίδιο σπίτι.

Στο μεταξύ πιάστηκε κι΄ ένας άλλος ασυρματιστής της ίδιας ομάδας, ο Μάριος Δανιηλίδης. Τη σύλληψή του την έμαθε ο αντισυνταγματάρχης Νίκος Δημοτάκης της μυστικής οργανώσεως "Πλούτων" και ειδοποίησε να μετακινηθούν όλοι οι πομποί, γιατί είχαν εντοπιστεί από τα γερμανικά ραδιογωνιόμετρα. Δυστυχώς το μήνυμά του δεν έφτασε εγκαίρως. Έτσι οι Γερμανοί άρχισαν αμέσως τις έρευνές τους στη Ν. Σμύρνη. 

Παραμονή της 31 Μαρτίου 1943, αργά τη νύχτα, ένα μυστηριώδες "χωνί" άρχισε να φωνάζει από κάπου:

-Προσοχή! Προσοχή! Όποιος έχει ασύρματο να τον κρύψει. Η Γκεστάπο βρίσκεται στα ίχνη του!

Τ΄ άκουσε ο Ρούσσος και κατάλαβε πως έφτασε το τέλος του. Και την επόμενη το πρωί παράγγειλε στην οργάνωσή του ή να του αλλάξουν αμέσως "στέκι" ή να του δώσουν πιστόλι για να πουλήσει τουλάχιστον ακριβά τη ζωή του. Του έστειλαν πιστόλι. Πραγματικά, όταν ανακαλύφτηκε και όρμησαν να τον συλλάβουν οι Ναζήδες, ο Ρούσσος μ΄ όλο τον πυρετό που τον έκαιγε, τράβηξε το περίστροφό του και σκότωσε τους δύο πρώτους που μπήκαν στο σπίτι. Ένας τρίτος που επιχείρησε να τον αφοπλίσει, έπεσε βαρειά πληγωμένος. Μα στο τέλος σωριάστηκε κι  ο ίδιος νεκρός κάτω από μια ριπή αυτομάτου! 

Ύστερα οι Γερμανοί, αφού απομόνωσαν την οικοδέσποινα κ. Ελένη Γιαννακέα και τις δύο κόρες της - που τις έστειλαν αργότερα στα κάτεργα της Γερμανίας - κρύφτηκαν μέσα στο σπίτι και περίμεναν να ξημερώσει για να γραπώσουν και τον σύντροφό του που θα ερχόταν να παραλάβει βάρδια. Έτσι κι έγινε. Την επομένη το πρωί, ο Ματθαίος Ανδρόνικος, που δεν ήξερε τα τραγικά συμβάντα της προηγούμενης, έπεσε στα χέρια τους. 

Από το σημείο αυτό αρχίζει η πραγματική τραγωδία του παληκαριού αυτού. Κι όπως αναφέρει στην έκθεσή του ο υπαστυνόμος Σπύρος Κώτσης (αντικαταστάτης του Γιάννη Τσιγάντε μετά την δολοφονία του) προς τη ΜΟ4, την Αγγλική Κατασκοπεία του Καϊρου δηλαδή, η "ανδροπρεπής στάσις του ήρωος τούτου υπήρξε εκπληκτική ενώπιον των βαρβάρων ανακριτών του".

Σαράντα δύο ολόκληρα μερόνυχτα ο Ανδρόνικος βασανίστηκε αφάνταστα για να μαρτυρήσει τους συνεργάτες του. Αλλά ούτε οι πληγές που του έκαναν στο στήθος και στις πλάτες με καυτό σίδερο, ούτε το ξερίζωμα των νυχιών του με τανάλιες, ούτε το βρασμένο λάδι που του έχυσαν στην κοιλιά, κατόρθωσαν να τον κάνουν ν΄ ανοίξει το στόμα του. Ο Ανδρόνικος χαμογελούσε μέσα στο μαρτύριο του κι αυτό ήταν ακριβώς που έκανε να σκυλιάζουν οι Γερμανοί και ιδιαίτερα ο διερμηνέας της Γκεστάπο, Ερρίκος Κρυονερίτης, που προσπαθούσε με κάθε βάναυσο τρόπο να του αποσπάσει ομολογίες. Όταν όμως είδε κι απόειδε πως δεν έκανε τίποτα, το κτήνος αυτό με την ανθρώπινη μορφή, άναψε τσιγάρο και τραβώντας μερικές ρουφηξιές, φύσηξε τον καπνό στο πρόσωπο του ήρωα. Ύστερα, με φωνή που προσπαθούσε να την κάνει γλυκειά, του είπε:

-Δεν λυπάσαι τα νιάτα σου, Ανδρόνικε; Δεν είσαι ακόμη ούτε είκοσι χρονών και δε χάρηκες τίποτε από τη ζωή. Γιατί δε θέλεις να μιλήσεις; Θα σε βοηθήσω να βγεις ζωντανός κι ελεύθερος από δω μέσα, φτάνει να μας πεις μερικά ονόματα...

Ο νεαρός Έλληνας τον κοίταξε με περιφρόνηση.

-Αν μπορούσα θα σ΄ έφτυνα! του είπε. Το στόμα μου όμως έχει στεγνώσει και δεν έχω σάλιο, προδότη!

Ο Κρυονερίτης άφρισε απ΄ το κακό του. Κι΄ αφού του κατάφερε μερικά χτυπήματα στο πρόσωπο, έσβησε το υπόλοιπο του τσιγάρου του στο σβέρκο του παληκαριού. Τη σύλληψη του Ανδρόνικου -επειδή η μητέρα του κι η αδελφή του έλειπαν στη Μυτιλήνη- την ανάγγειλε τηλεφωνικώς στον πατέρα του - τον κ. Μάρκο Ανδρόνικο που βρισκόταν τότε στη Θεσσαλονίκη - ο θείος του Δ. Ξενάριος. 

Ο δυστυχισμένος πατέρας, που δεν είχε άλλο γιο κατόρθωσε κατανικώντας αφάνταστα εμπόδια, να φτάσει στην Αθήνα στις 12 του Μάη 1943, παραμονή της δίκης του γιου του. 

Στο μεταξύ ο Ξενάριος είχε βάλει συνηγόρους τούς κ. κ. Σόντην, υφηγητή του Πανεπιστημίου και Κολύμβαν. Και την επομένη, έγινε η δίκη στο Ανώτατο Γερμανικό Στρατοδικείο, στην τραγική αίθουσα του "Παρνασσού". Όταν κλήθηκε ν΄ απολογηθεί, ο Ανδρόνικος σηκώθηκε ήρεμος στη θέση του και με εκπληκτική αταραξία, είπε επί λέξει: 

-Στην Αθήνα, όπως μάθατε, βρίσκομαι εδώ κι έξι μήνες. Στο διάστημα αυτό προσπάθησα με τον φανατικώτερο ζήλο να σας κάνω όσο μπορούσα μεγαλύτερο κακό και μεγαλύτερες ζημιές. Τώρα με πιάσατε και ξέρω πολύ καλά την ποινή που θα μου επιβάλλετε. Είμαι όμως περήφανος για ό,τι σας έκανα. Ούτε μετανοώ, ούτε καταδέχομαι να σας ζητήσω καμμιά επιείκεια. Τίποτα άλλο. 

Η ηρωική αυτή απολογία του νεαρού Έλληνα, έκανε τεράστια εντύπωση και κατάπληξη στους Γερμανούς. Ο πρόεδρος του στρατοδικείου, συνταγματάρχης Ράνκε, χτύπησε το χέρι του στην έδρα, και γυρίζοντας στους στρατοδίκες τούς είπε αρκετά δυνατά, ώστε να τον ακούσουν οι συνήγοροι:

-Είναι πραγματικό παληκάρι, ένας αληθινός στρατιώτης!

Όταν σε λίγο βγήκε η απόφαση της σε θάνατο καταδίκης του, ο Ανδρόνικος την άκουσε με απόλυτη αταραξία και περιφρόνηση. Βαρειά αλυσοδεμένος, μα με το μέτωπο ψηλά, με το γλυκό του χαμόγελο στο στόμα και με τα μάτια πλημμυρισμένα από κάποιο υπέροχο όραμα - το όραμα της ελεύθερης Ελλάδας - ακολούθησε τους δημίους του που τον έβαλαν σ΄ ένα καμιόνι για να τον μεταφέρουν στις φυλακές. 

Από τη στιγμή εκείνη ο πατέρας του άρχισε τις απεγνωσμένες προσπάθειές του για να πετύχει μιάν άδεια που θα του επέτρεπε να επισκεφτεί το γιο του στου "Αβέρωφ". Και πραγματικά το κατόρθωσε ύστερ΄ από δύο μέρες. Μόλις τον είδε ο Ματθαίος, παρ΄ όλη τη συγκίνησή του, του είπε χωρίς να τρέμει η φωνή του:

-Πατέρα, ήθελα να σ΄ έβλεπα να μπαίνεις με το μέτωπο ψηλά. Πρέπει να είσαι περήφανος για μένα, όπως είμαι κι εγώ για ό,τι έκανα. Ναι, είμαι βέβαιος ότι θα περηφανεύεσαι μια μέρα για την πράξη μου... 

Όταν χτύπησε το κουδούνι ειδοποιώντας ότι τέλειωσε η ώρα της επισκέψεως στους καταδίκους, ο νέος αγκάλιασε τον πατέρα του, τον φίλησε ατάραχος για τελευταία φορά και συμπλήρωσε: 

-Θέλω να σε παρακαλέσω για κάτι, πατέρα, προτού χωριστούμε για πάντα. Είναι η τελευταία χάρη που σου ζητώ. Επειδή ξέρω ότι είσαι λιγάκι οξύθυμος, λιγάκι νευρικός, όπως είμαστε όλοι οι Ανδρόνικοι, μη χαλάσεις ποτέ την καρδιά της μανούλας μου. Μη της πεις ποτέ πικρό λόγο. Όταν καμμιά φορά θυμώνεις, να σκέφτεσαι πως στο ζήτησε για τελευταία χάρη το παιδί σου που πέθανε και να ηρεμείς. 

Αυτά ήταν τα λόγια που άκουσε για τελευταία φορά ο τραγικός πατέρας απ΄ το γιο του. 

Για το μετριασμό της ποινής του κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός. Μάταιος κόπος. Τίποτε δεν άλλαξε το δρόμο της μοίρας του. 

Λίγο προτού εκτελέσουν τον ηρωικό νέο, η πόρτα του κελιού του άνοιξε και μπήκε μέσα ο εφημέριος της Αγίας Τριάδος των Αμπελοκήπων, πάτερ Αλέξανδρος Σεφεριάδης, ένας σεβάσμιος γέροντας ογδόντα χρονών. Αυτόν διάλεξαν οι Γερμανοί για εξομολογητή του. 

Ο Ανδρόνικος μόλις τον είδε, σηκώθηκε, του φίλησε το χέρι και βαθύτατα συγκινημένος του είπε:

-Παπά μου, σ΄ ευχαριστώ που ήρθες να μ΄ εξομολογήσεις και να με μεταλάβεις για να πεθάνω σαν χριστιανός. Μα θα σε παρακαλέσω πολύ να μη θελήσεις να με παρηγορήσεις. Αν το κάνεις, θα με μειώσεις, γιατί δεν έχω ανάγκη από παρηγοριά. Εξετέλεσα πλήρως το καθήκον μου προς την πατρίδα, είμαι περήφανος γι΄ αυτό και βλέπεις πόσο ψύχραιμος αντιμετωπίζω το θάνατο. Πάρε, παπά, τη ταμπακιέρα μου. Στη χαρίζω για να με θυμάσαι, δεν μου χρειάζεται πια. Μόνο σε παρακαλώ δώσε μου αν έχεις λίγο χαρτί και μολύβι για να κάνω ένα τελευταίο γράμμα στον πατέρα μου. 

Έσκισε ο παπάς δύο φύλλα από το σημειωματάριο του, τούδωσε και το μολύβι του κι ο Ανδρόνικος, χωρίς να τρέμει το χέρι του, έγραψε:

"Φυλακές Αβέρωφ

Πέμπτη 20 του Μάη 1943. Ώρα 6 π.μ.

Σεβαστέ μου πατέρα,

Όταν θα πάρεις το γράμμα μου αυτό δεν θα υπάρχω πια. Πεθαίνω ήσυχος και περήφανος ότι εξετέλεσα πλήρως το καθήκον μου προς την Πατρίδα και την υπόσχεση που έδωσα εκεί κάτω στη Μ. Ανατολή στους εκπροσώπους της μεγάλης μας Συμμάχου, της Αγγλίας. Πιστεύω ότι ετίμησα τη λατρευτή ιδιαίτερη πατρίδα μου, το ωραίο νησάκι μας, τη Μύκονο. Η σκέψις μου και οι τελευταίοι λογισμοί μου πετούν στη γλυκειά μου μανούλα που ξέρω την αδυναμία της για μένα και νοιώθω πόσο θα σπαράξει την ψυχή της ο χαμός μου. Πατέρα, προσπάθησε να την παρηγορήσεις, προσπάθησε να της γλυκάνεις τον αγιάτρευτο πόνο της. Ο χρόνος είναι γιατρός. Αύριο θα παντρέψετε την αδελφούλα μου, θα κάνει παιδιά και θα παρηγορηθείτε κι΄ οι δυο σας, δίνοντας αγάπη σ΄ αυτά. Θέλω και παρακαλώ να μεταφέρετε τα οστά μου στην πολυαγαπημένη μου Μύκονο. Σου υπόσχομαι, πατέρα, να μη δειλιάσω και ξέρε πως σε λίγο οι τελευταίες μου λέξεις θα είναι: ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ . 

Ύστερα με μεγάλη κατάνυξη εξομολογήθηκε τα τόσα λίγα, τα τόσο ασήμαντα αμαρτήματά του - αμαρτήματα μιας ζωής που δεν πάτησε ούτε τα είκοσι της χρόνια - κοινώνησε και ρίχνοντας μια ματιά γύρω του, τραγούδησε όπως κι ο Διάκος:

Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει!

Όταν οι Γερμανοί τον οδήγησαν στον τόπο της εκτελέσεως του κι ο επί κεφαλής αξιωματικός έδωσε διαταγή να πυροβολήσουν, ο Ματθαίος Ανδρόνικος, το παληκαράκι αυτό με τη γλυκειά, την τρυφερή ψυχή, την ψυχή που έχουν όλοι οι μεγάλοι ήρωες, πρόφτασε να φωνάξει:

-Ζήτω η Ελλάδα!

Κι έπεσε διάτρητος απ΄ τις σφαίρες. Το πτώμα του, μαζί με τ΄ άλλα πτώματα των ταυτοχρόνως εκτελεσθέντων Λιάκου, Μεταξά κλπ. παραλήφθηκε από την υπηρεσία του Δήμου Αθηναίων  - που συνεστήθηκε τότε με την επέμβαση του Μ. Α. Δαμασκηνού - και ενταφιάστηκε στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών, στο υπ΄ αριθμ. 28 διαμέρισμα υπ΄ αύξ. αριθμ. 1214. 

Την επομένη του τουφεκισμού του, πήγε ο πατέρας του στο Νεκροταφείο κι επειδή ήθελε να πειστεί ότι ο τάφος αυτός σκέπαζε πραγματικά το παιδί του, θέλησε να το ξεθάψει κρυφά. Και το έκανε. Φάνηκε σε λίγο το κεφάλι του μάρτυρα. Τόπιασε απ΄ τα μαλλιά και τ΄ ανασήκωσε λίγο, σκούπισε με το μαντήλι του τα αίματα και τα χώματα από το πρόσωπό του, το γνώρισε, το φίλησε και το ξανάθαψε. 

Η προσφορά του Ματθαίου Ανδρόνικου στο μυστικό πόλεμο της Ελλάδας αναγνωρίστηκε επίσημα από την Ελληνική πατρίδα. Του απενεμήθη Αργυρούν Αριστείον Ανδρείας και κατά διαταγή του Γεν. Επιτελείου Στρατού (αριθμ. Πρωτ. 157166/Β5/1) ονομάστηκε Ήρωας. Επίσης τα οστά του μεταφερθήκανε, κατά την επιθυμία του, στη Μύκονο, με μεγάλες στρατιωτικές τιμές, με το ναρκαλιευτικό του Β. Ν. "Δήλος". 

Πηγή: Γιάννης Ιωαννίδης, Έλληνες και ξένοι κατάσκοποι στην Ελλάδα, Αθήναι 1960

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου