Φλώρινα, 1902. Συγκλονιστική μαρτυρία του Μακεδονομάχου-Ιερέα Πέτρου Παπαναστασίου: Ο Νίκος Ρώμας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο ανεψιός του τον πυροβόλησε τρεις φορές στο κεφάλι! Αν δεν είχαμε ανάμεσά μας προδότες, η Μακεδονία μας θα είχε απελευθερωθεί νωρίτερα - και ούτε θα είχε προδοθεί στα κατοπινά, σύγχρονα, χρόνια...
Η Μελίτη, κάθε Παρασκευή, έχει το παζάρι της. Πάνε χρόνια από τότε που έγινε αρχή και συνήθεια όλης της περιοχής Φλωρίνης.
Τα χωριά από την Πέμπτη άρχιζαν τις προετοιμασίες. Άλλος για ν΄ αγοράσει, κι΄ άλλος να πουλήσει. Ότι είχε κάθε χωριό εκεί το ξεπουλούσε. Κι΄ ότι του έλειπε, εκεί τόβρισκε. Ως και μεγάλα ζώα πουλιούνταν από τους τζαμπάζιδες. Σωστό παζάρι.
Ο Νίκος Ρώμας είχε ξεκινήσει νύχτα από την Κέλλη. Χαράματα έπρεπε να βρεθεί στο παζάρι. Θα πουλούσε και θ΄ αγόραζε. Δυο ζώα φορτωμένα, τόνα με βούτυρο και τάλλο με μαλλί προχωρούσαν μπροστά του. Αν κ΄ είχε ξυπνήσει δω και μισή ώρα, ακόμη δεν αισθανόταν ξύπνιος. Γι΄ αυτό και όλο σκόνταφτε στις πέτρες του δρόμου που οι αναθεματισμένες, όπως έλεγε, μεγαλώνουν την νύχτα.
Κοντά στη μέση του δρόμου, δεν βάσταξε. Έβγαλε την πίπα του, μια πίπα φτιαγμένη με τα ίδια του τα χέρια από ροζιάρικο ξύλο, την γέμισε χοντροκομμένο καπνό, τον καλοπάτησε, άναψε και υπολόγιζε να του καπνίζει και να τον κρατά ξύπνιο ως το παζάρι.
Σαν έφτασε στην Μελίτη, πήρε τον πάνω δρόμο. Ήθελε, πριν αρχίσει την δουλειά, να καλημερίσει την αδελφή του. Δω και 30 χρόνια την είχαν παντρέψει μακρυά από το χωριό τους, με τον Γκιόντε. Μήπως δεν την έβλεπε τακτικά; Κάθ΄ εβδομάδα ήταν αδύνατο να μην περνά από δω.
-Καλημέρα, αδελφή. Φώναζε σαν έφτανε κοντά στην αυλή της. Πώς είσαι;
-Καλημέρα αδελφέ μου. Τι κάνουν οι άλλοι στο χωριό; Έτρεχε και αγκαλιάζονταν αδελφικά.
Όλη τη μέρα, παιδεύτηκε να ξεπουλήσει το μαλλί και το βούτυρο. Αλλουνού του μύριζε και αλλουνού του ξύνιζε. Ιδιοτροπίες του κοσμάκη. Μα μήπως και αυτός δεν ήταν κοσμάκης; Έκανε κοντά δυο ώρες να ψωνίσει.
Το παζάρι κόντευε να τελειώσει κι΄ αυτός δεν είχε ετοιμάσει καν ούτε το φόρτωμα. Οι συγχωριανοί του είχαν ξεκινήσει.
Αργά, μισή ώρα ακόμη να νυχτώσει, ξεκίνησε για την Κέλλη. Τα δυο του ζώα, φορτωμένα πάλι, προχωρούσαν μπροστά. Τα καλοτάισε σήμερα φρέσκο τριφύλλι κι΄ είχαν το κουράγιο να βγάλουν τον ανήφορο. Όσο αυτός είχε δουλειά στο παζάρι, αυτά μασούσαν αχόρταγα.
Προχωρούσε σκεφτικός. Έβλεπε μπροστά του τους δικούς του. Την χαρά και τα χαμόγελα στα πρόσωπά τους, όταν θα τον αντίκρυζαν στην αυλή του σπιτιού να ξεφορτώνει τα ζώα. Και τι δεν τους είχε αγοράσει. Προπάντων για τα παιδιά. Τα εγγονάκια, ήταν η αδυναμία του.
Βράδυασε. Έβλεπες και δεν έβλεπες καθαρά μπροστά σου. Το τελευταίο αεράκι του Σεπτεμβρίου, του δρόσιζε το ιδρωμένο πρόσωπο. Ανήφορος βλέπεις και τα χρόνια του έχουν περάσει.
Στην στροφή του δρόμου, φάνηκε κάποιος. Κρατούσε στο χέρι ένα ραβδί, τόσο μεγάλο, όσο να τόχει στήριγμα στο βάδισμά του.
-Καλησπέρα, θείε.
-Καλησπέρα, Μήτσο, ανεψιέ μου. Από πού έρχεσαι;
-Απ΄ το μαντρί. , θείε.
Α, ναι, μου τόπε το πρωί η μητέρα σου. Την ρώτησα για σένα.
Ακούστηκαν τρεις πυροβολισμοί πιστολιού. Πολύ κοντά. Και βρήκαν τον θείο στο κεφάλι. Του είχαν οργώσει το κρανίο ξεπατώνοντας τις τρίχες απ΄ τη ρίζα. Το αίμα έτρεχε πηδηχτό. Έβγαλε το μάλλινο ζωνάρι του και τύλιξε μ΄ αυτό το κεφάλι του. Ο ανεψιός του, πού πήγε; Τι είχε συμβεί; Δεν έπρεπε να του παρασταθεί στα τραύματά του;
Πήδησε στόνα ζώο και κάθισε στο σαμάρι ανάμεσα στα σακκιά. Άρπαξε το καπίστρι, το κούνησε γερά δυο-τρεις φορές ώσπου το ζώο ένοιωσε πως έπρεπε να βιαστεί. Μια ζαλάδα πέρασε μπρος απ΄ τα μάτια του. Τι να είχε συμβεί; Κάτι στριφογύριζε στο μυαλό του. Κάτι και όλο στο ίδιο μέρος. Αυτός που τον χτύπησε, δεν ήταν άλλος απ΄ τον ανεψιό του Μήτσο Γκιόντε. Ο γυιος της αδελφής του. Ναι. Το βρήκε. Αυτός ήταν. Εκείνο όμως που δεν μπορούσε να βρει ήταν το πώς κατάφεραν να ποτίσουν τον ανεψιό του με τέτοιο βοτάνι. Πώς μόλυναν το αίμα του;
Πηγή: "Θυσίες και Αγώνες στη Μακεδονία", του Πέτρου Στ. Παπαναστασίου, Ιερέως-Μακεδονομάχου, Θεσσαλονίκη
Διαβάστε επίσης: - Ο κομιτατζής ντυμένος τούρκος σκοτώνει πισώπλατα τον Έλληνα που έψηνε καφέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου