Φλώρινα, 1904: Το φρικτό τέλος του μπαρμπα-Γραμματικού και της γυναίκας του από τους κομιτατζήδες - Μαρτυρία του Μακεδονομάχου Πέτρου Στ. Παπαναστασίου


8/11/2023

Σήμερα, 8 του Νοέμβρη, τιμούμε οι Έλληνες την Απελευθέρωση της Φλώρινας! Στον μαρτυρικό αυτό μακεδονικό τόπο αφιερώνουμε το κείμενο του Μακεδονομάχου Παπαναστασίου, το οποίο, διαβάζοντάς το, νοιώθουμε περηφάνια με την απάντηση του Γραμματικού στους κομιτατζήδες και μετά φρίκη για τον τρόπο που δολοφόνησαν και αυτόν και την γυναίκα του.

Οι τούρκοι το λέγανε Ιξί-Σου. Σήμερα εμείς το λέμε Ξυνό Νερό. Είναι ένα χωριό αρκετά μεγάλο, λίγο πιο πέρα απ΄ το Αμύνταιο, χτισμένο στα πόδια του Ράντος. Οι βρύσες του ολόδροσες, ρίχνουν ασταμάτητα στις στέρνες το αχνιστό νερό τους που λες πως κάποιος τώχει ανακατέψει με ξύδι ή λεμονόζουμο. Ίσως να ΄ναι το νερό, αυτό που κάνει αγόρια και κορίτσια στο πρόσωπο κατακόκκινα με μάγουλα σαν μήλα.

Η βουλγαρική πανούκλα από καιρό είχε φθάσει ως εδώ, κι΄ είχε ανακατέψει ο χωριό χωρίζοντάς το σε δυο. Βουλγαρικό απ΄ τη μια και γκαρκομάνικο απ΄ την άλλη. Και το πιο σπουδαίο, πως το βουλγαρικό είχε τη δύναμη και δεν φοβόταν. Πιο πάνω, στο Ράντος, οι κομιτατζήδες τού παραστέκονταν σε κάθε περίσταση. Έβαζαν φωτιά στο σπίτι του καθενός που θα τολμούσε να πειράξει σχισματικό. Κι΄ αν έπεφτε στα χέρια τους, δεν γλύτωνε ούτε αυτός, ούτε τα παιδιά του απ΄ τον μαρτυρικό θάνατο του βοϊβόδα. 

Αύριο ξημερώνει Άγιος Ανδρέας. Ο μπαρμπα-Γιάννης Γραμματικός είχε βγει στο μεσοχώρι. Κάθε βράδυ οι χωριανοί μαζευότανε εκεί και κουβέντιαζαν πάνω στα νέα της ημέρας. Πότε-πότε κάνανε και κουτσομπολιό. Μα σήμερα δεν είχαν καιρό για τέτοια. Απ΄ το Ράντος τούς ήρθε φιρμάνι. Έπρεπε να γίνουν θέλοντας και μη, σχισματικοί. Αλλιώς δεν θα καλοπερνούσαν. 

Τα χρόνια του μπαρμπα-Γιάννη ήταν περασμένα. Κοντά εβδομήντα. Τα μαλλιά του άσπρισαν πολεμώντας για το ελληνικό και δεν  μπορούσε να το χωνέψει το φιρμάνι. 

-Εγώ έφαγα το ψωμί μου, έλεγε. Τι με φοβερίζουν; Ποτέ δεν θα μπορέσω να γίνω τέτοιος που θέλουν. 

Ο Χρήστος ο ξάδελφός του, τον συμβούλεψε να πάρει την μπάμπο του και να τραβήξει κατά το Αμύνταιο. 

-Εκεί δεν μπορούν να σε πειράξουν. Οι δικοί μας είναι ξεσηκωμένοι και τους έχουν κόψει τον αέρα. 

-Τι θα μου κάνουν; Θα με σφάξουν... Ας με σφάξουν. Αυτό που μου ζητάνε ποτέ δεν θα γίνει. 

Πήρε να βραδυάζει. Η παρέα διαλύθηκε και ο καθείς πήρε το δρόμο για το σπίτι του. Κανείς τους δεν μυρίστηκε τους κομιτατζήδες, που με τους γκράδες στα χέρια είχαν περάσει τη χαράδρα και μπήκαν στο πρώτο σπίτι του χωριού. 

Πέρασε κοντά μια ώρα. Ο μπαρμπα-Γιάννης, τελειώνοντας το βραδυνό του, έκανε το σταυρό και τραβήχτηκε στο ξύλινο κρεβάτι το. Η μπάμπο του, η κυρά Γαρουφαλλιά, σήκωσε το τραπέζι, σκούπισε τα ψίχουλα και κάθισε κοντά του. Ήταν απόψε πολύ ανήσυχη. Κάτι την στεναχωρούσε. 

-Άντρα μου, πήγες στο μεσοχώρι. Τι νέα έμαθες; 

-Γαρουφαλλιά, θέλουν να μας κάνουν με το ζόρι βουλγάρους. Αν δεν πάμε με το σχίσμα, λέει, δεν θα καλαπεράσουμε. Αυτές τις μέρες θα μας στείλουν βούλγαρο παππά και δάσκαλο. Τα πράγματα δεν φαίνονται να πάνε καλά. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. 

Έξω απ΄ την αυλόπορτα ακούστηκαν βήματα. Ο σκύλος από μέσα γαύγισε απότομα και αυτό φανέρωσε πως άνθρωποι είχαν πλησιάσει σιγά-σιγά το σπίτι του μπαρμπα-Γραμματικού. 

Κάποιος κτύπησε την εξώπορτα, περιμένοντας να του ανοίξουν. 

-Ποιος είναι τέτοια ώρα; Φώναξε από μέσα η μπάμπο Γαρουφαλλιά. 

-Εγώ είμαι μπάμπο, ο Βασίλης ο γείτονας, άνοιξε. Στο σπίτι είμαστε μαζεμένοι και θέλουμε τον μπαρμπα-Γιάννη. Στο Ράντος πιάσανε μερικούς χωριανούς και δεν τους αφήνουν οι κομιτατζήδες πριν απαντήσουμε στο φιρμάνι που μας έστειλαν. 

-Έρχομαι Βασίλη. Παίρνει το ραβδί του ο μπαρμπα-Γιάννης και ανύποπτος κατεβαίνει ν΄ ακολουθήσει τον γείτονα. Στον δρόμο, πίσω απ΄ τον τοίχο με τους γκράδες στο χέρι παρακολουθούν και περιμένουν οι κομιτατζήδες. Είχαν πιάσει τον Βασίλη από νωρίς και με τον τρόπο τους τον φοβέρισαν πως σαν δεν φέρει έξω τον μπαρμπα-Γιάννη, θα τον κρεμάσουν στο μεσοχώρι. 

Κοντά στο σπίτι του Βασίλη, πρόβαλαν οι κομιτατζήδες. 

-Μπαρμπα-Γιάννη, σε θέλει ο βοϊβόδας. Είναι στο σπίτι του Ντίνε στον πάνω μαχαλά. Θέλει να εξηγηθεί μαζί σου και αν δεν έρθεις με το καλό, μας είπε, να σε πάμε με το ζόρι. 

Ο γερο-Γραμματικός αντελήφθηκε το πέσιμό του στην παγίδα και το σχέδιο τους. Μα τώρα ήταν αργά. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μπορούσαν να τον πάνε δεμένον ή σηκωτόν. Μπορούσαν ακόμη να τον αφήσουν εκεί στο δρόμο ξαπλωμένον με μια σφαίρα στο κεφάλι. 

Στο σπίτι που πήγαν αντίκρυσε λίγο φοβισμένα την άγρια όψη του βοϊβόδα. 

-Άκουσε, μπαρμπα-Γιάννη. Για τελευταία φορά σου λέω ότι πρέπει να δουλέψεις μαζί μας. Εσύ και μερικοί άλλοι δεν αφήνετε και δεν μπορούμε να κάνουμε όλο το χωριό σχισματικό. Αλλά το θέλετε δεν το θέλετε, αυτό θα γίνει. Γι΄ αυτό σαν θέλεις το καλό σου  και το καλό του χωριού, κάνε αυτό που σου λέω. 

-Αν μου ζήταγες το βιός μου, βοϊβόδα, θα στώκανα χαλάλι. Αυτό όμως που μου ζητάς, δεν μπορώ να το κάνω. Κάνε με ότι καταλαβαίνεις. Η ζωή μου έτσι κι αλλιώς βρίσκεται στο τέλος της. Σαν Έλληνας θα αναπαυθώ ήσυχα διότι υπηρέτησα την πατρίδα μου. Μια και δεν πέθανα γι΄ αυτήν στα νειάτα μου, αν είναι γραφτό, ας γίνει τώρα στα γεράματα. 

-Με παρεξήγησες μπαρμπα-Γιάννη. Ποιος σου είπε τέτοιο πράγμα; 

Άλλαξε πολλούς τρόπους ο βοϊβόδας. Στην αρχή με το καλό. Ύστερα με το κακό και τις φοβέρες. Και σαν δεν μπόρεσε να τα καταφέρει, είπε στους συντρόφους του να τον πάρουν. Όλα τάχαν σχεδιασμένα. 

Στην αυλή, ο φούρνος που χθες είχε βγάλει ολόζεστο μαλακό ψωμί, είχε ξανανάψει τώρα. Τα ξερά πουρνάρια πριν ακόμα κατεβάσουν την ολοζώντανη φλόγα τους, δέχτηκαν το χειροπόδαρα δεμενο γέρικο κορμί του μπαρμπα-Γραμματικού. Σε λίγο θάχει γίνει ένα με την ανθρακιά. 

Η κυρά Γαρουφαλλιά βγήκε απ΄ το σπίτι της. Μια ανησυχία την έφερε ως το σπίτι του Βασίλη του γείτονα. Κι΄ αυτός με την σειρά του την έστειλε στο σπίτι πούχαν πιάσει τον άνδρα της οι κομιτατζήδες. Σαν την είδαν, δεν ήξεραν τι να της πουν. 

-Μέσα είναι και συζητάνε με τον βοϊβόδα. Είπε ο ένας μαλακώνοντας τη φωνή του, έτσι όσο να φανεί πως δεν έχει συμβεί τίποτε. 

-Στάσου να κοιτάξω αν τέλειωσαν την κουβέντα τους. 

Κι ώσπου να κοιτάξει, οι δύο άλλοι της σκέπασαν και της έδεσαν το κεφάλι με την μαύρη μαντίλα της, έτσι που δεν μπορούσε μήτε ν΄ ακούσει μήτε να ιδεί ή να φωνάξει. Ύστερα τα χέρια και τα πόδια. Και δεμένη χειροπόδαρα ρίχτηκε στην ανθρακιά του φούρνου, σαν ένας κακοδεμένος μπόγος. Η στάχτη της ανακατεύτηκε με τη στάχτη του αγαπημένου της. 

Πηγή: "Θυσίες και Αγώνες στην Μακεδονία", του Ιερέως-Μακεδονομάχου Πέτρου Στ. Παπαναστασίου, Θεσσαλονίκη, 1960. Φωτογραφία από την σελίδα Νέα Φλώρινα. 

Διαβάστε επίσης: Νίκος Ρώμας, τον πυροβόλησε στο κεφάλι ο εξαγορασμένος από τους κομιτατζήδες ανεψιός του 

Παπα-Γιάννης Κωστόπουλος: Οι κομιτατζήδες τον ξεγέλασαν με δόλιο και απάνθρωπο τρόπο και τον δολοφόνησαν μέσα στην εκκλησία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου