Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ΄ ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν...
Σας είδα στον ύπνο μου εχθές! Μα τι όνειρο! Τόσο ζωντανό, για μέρες θα ριγώ, κι ας κυλιέμαι μέσα στον βούρκο της απάτριδης καθημερινότητάς μας!...
Στην αρχή ήταν ένα πελώριο μαύρο σύννεφο που με κατατρόμαξε. Κόμπος έγινε η ανάσα στον λαιμό μου, θα πνιγόμουν. Πυρκαγιά είχε ξεσπάσει; Θα καιγόμουν ζωντανή; Δεν πρόλαβε όμως ο πανικός να με καταπιεί. Γιατί, το μαύρο σύννεφο ράγισε ξαφνικά από ηλιαχτίδες εκτυφλωτικές. Έτριψα τα μάτια μου, μήπως και δεν έβλεπα καλά, αφού οι ηλιαχτίδες πολλαπλασιάζονταν και γίνονταν μορφές. Γίνονταν γυναίκες.
Ξέχασα ποια ήμουν, ξέχασα πού βρισκόμουν… Αυτό που ζωντάνευε μπροστά μου ήταν μοναδικό, και δεν θα το έχανα με ανόητα ερωτήματα λογικής!...
Στάθηκα σε ένα σπίτι.
Τρεις γυναίκες με πόνο στα πρόσωπα αλλά και πείσμα στις κινήσεις τους, άνοιγαν ντουλάπια, μπαούλα και ό,τι υπήρχε στο σπίτι που έκρυβε πράγματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Μέσα σε μεγάλα σακιά έριχναν ρούχα, παπούτσια, τροφές. Η μεγαλύτερη κυρά έδινε εντολές. « Βάλε και την ζεστή φανέλα, κόρη μου. Κι εσύ εγγονούλα μου, ρίξε μέσα τα ψωμιά που ετοιμάσαμε. Μην φοβάστε. Θα τους διώξουμε από τα ιερά μας χώματα» πρόσθεσε με το χέρι στην καρδιά. «Θα βαρύνει το σακί μάνα, πώς θα το κουβαλήσουμε; Μήπως να μοιράσουμε το βάρος;» Η κυρά γέλασε κοφτά, μελαγχολικά. «Θα κουβαλήσουμε κι άλλα, δεν μπορούμε να μοιράσουμε τίποτα». Στράφηκε προς την εικοσάχρονη εγγονή της, με ένα μικρό ανοιχτό σακούλι στα χέρια της. «Μάζεψε εδώ μέσα ό,τι βρεις, βέρες, δαχτυλίδια, βραχιόλια. Και τα δικά σου». Η μικρή ξεφύσησε νευριασμένη. «Φυσικά θα βάλω και την δική μου βέρα, για ποια με πέρασες γιαγιά;» Φευγαλέο χαμόγελο πάνω στο ηλικιωμένο πρόσωπο. «Βρήκα άνθρωπο, θα τα πουλήσουμε για να πάρουμε όπλα». «Όμως, γιαγιά, κάπως φοβάμαι» δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση της. Η κυρά της έδωσε μια στον αυχένα, όχι δυνατή, μα αυστηρή. «Μην λες ανοησίες! Πάταξε τον φόβο σου, οι στρατιώτες μας χρειάζονται βοήθεια! Αν όχι εμείς, ποιος θα τους βοηθήσει;» Ξεροκατάπια η μικρή. «Δεν φοβάμαι για μένα γιαγιά. Για τους στρατιώτες μας φοβάμαι». Η κυρά τράβηξε την κοτσίδα της μικρής. «Αυτούς μην τους φοβάσαι, είναι λιοντάρια, έχουν μια μαγική δύναμη μέσα τους που πηγάζει από το ηρωικό μας παρελθόν, κι έχουν την Παναγιά πάνω από τα κεφάλια τους. Δεν φοβόμαστε, και δεν πολυλογούμε άλλο, πρέπει να φύγουμε πριν το χιόνι πυκνώσει περισσότερο και μας εμποδίσει να φύγουμε από το χωριό».
Η εξώπορτα βρόντηξε και ο διάλογος των γυναικών που στο μεταξύ είχαν γεμίσει δύο μεγάλα σακιά, σταμάτησε. Η κυρά πήγε να ανοίξει. «Είστε έτοιμες; Έχουμε συγκεντρώσει το υλικό στην μεγάλη αποθήκη. Όλες κοιτάζουν προς το βουνό, δεν κρατιούνται να το διαβούν, βιαστείτε κι εσείς!» Η λυγερόκορμη με την βροντερή φωνή κοίταξε την κυρά και τα περήφανα βλέμματά τους ενώθηκαν. «Είναι όλα κανονισμένα, θα δώσουμε τα κοσμήματα και θα μας φέρουν πολεμοφόδια. Στο επόμενο ανέβασμα θα τα πάμε κι αυτά». Με το χέρι στην καρδιά, πρόσθεσε: «Είχαμε έναν καυγά προηγουμένως». Αυτά τα λόγια ανησύχησαν την κυρά. «Για ποιο λόγο; Δεν είναι ώρα να γελάς» είπε βλέποντας το καταχαρούμενο ύφος της γειτόνισσας. «Μάλωσε η τρίτη γηραιότερη του χωριού με τις τέσσερις μεγαλύτερές της. Θέλει η 86χρονη να ανέβει μαζί μας στο βουνό, οι άλλες προσπάθησαν να την αποτρέψουν. Μάλιστα είπαν πως κρύβει τα χρόνια της, είναι κοντά στα 90».
Οι γυναίκες έκαναν τον σταυρό τους. «Μαλώνουμε ποια θα πάει στο βουνό, αυτό είναι το λαμπερό μας έθνος!» Ακούστηκε η εγγονή. «Αλλά, την γιαγιά πρέπει να την εμποδίσουμε, δεν θα αντέξει». Με τα χέρια στην μέση, η γειτόνισσα κοίταξε περιπαιχτικά την μικρή. «Για δοκίμασε να την σταματήσεις! Προτιμώ να πεθάνω στο βουνό, αφού δώσω έστω ένα σκουφί σε στρατιώτη μας, παρά μέσα στο σπίτι μου φοβισμένη και ανήμπορη, αυτό δήλωσε η γιαγιά. Και μας απείλησε ότι αν δεν την πάρουμε μαζί μας, θα τραβήξει μόνη της κι όπου βγει». Έκανε ξανά τον σταυρό της. «Φτάνουν οι κουβέντες! Ας βιαστούμε, τα παλικάρια μας πεινούν, κρυώνουν, ψάχνουν για όπλα!» Η φωνή της λυγερόκορμης Ελληνίδας στεντόρεια απλώθηκε στον χώρο κι ενώθηκε με τις διασκορπισμένες ηλιαχτίδες. Τις έβλεπα να πυκνώνουν και να σκοτεινιάζουν και θύμωσα, γιατί εξαφανίζονταν μπρος από τα μάτια μου οι περήφανες Ελληνίδες και τα μεγάλα σακιά τους.
Δεν κατάλαβα τι έγινε και πως έφυγα από το χωριό, ενώ η επιθυμία μου ήταν να πάω στην μεγάλη αποθήκη για να δω τις προμήθειες που είχαν μαζευτεί, για να δω τις γυναίκες να φορτώνονται τα θεόβαρια σακιά και για να δω την υπερήλικη γιαγιά που θα κινούσε για το βουνό, αψηφώντας το γέρικο κορμί της, το κρύο, τις κακουχίες και τους κινδύνους του πολέμου.
Γιατί, στον πόλεμο πήγαιναν αυτές οι ατρόμητες Ελληνίδες. Στον πόλεμο του 1940, που μας τον κήρυξαν οι Ιταλοί, οι σύμμαχοι των Γερμανών. Πάνω που άρχισα να κάνω σκέψεις για το ΟΧΙ του Μεταξά στους Ιταλούς, σείστηκε ο τόπος και λαχάνιασα από την αγωνία μου μέχρι που το βλέμμα μου αγκάλιασε μια νέα ηλιαχτίδα. Αυτή έπεφτε πάνω σε μια ανθρώπινη φάλαγγα. Μισόκλεισα τα μάτια μήπως και ξεθαμπωθούν και δω καλύτερα.
Και είδα…
Γυναίκες μαυροντυμένες που περπατούσαν με δυσκολία μέσα στα χιόνια. Οι πλάτες τους φορτωμένες με σακιά. Κάποιες είχαν στα χέρια ξύλα. Άλλες κουβαλούσαν, εκτός από το σακί στην πλάτη, και νερό. Η ανηφοριά ήταν απότομη, το τοπίο απόκοσμο. Πόσο θα ανέβαιναν; 2.000 ή 2.500 μέτρα; Τι σημασία είχε; Μπροστά στον ιερό τους σκοπό, το βουνό με τα χιόνια του εξαφανίζονταν, γι΄ αυτές τις Ελληνίδες υπήρχαν μόνο οι στρατιώτες που περίμεναν βοήθεια. Έτσι, περπατούσαν την περισσότερη ώρα μέσα σε μια εξωπραγματική σιωπή με τα πρόσωπα τους γεμάτα πόνο, πείσμα, θυμό και περηφάνια. Άλλοτε πήγαιναν αργά, άλλοτε πιο γρήγορα. Μέχρι που κοντοστάθηκαν για λίγο, ίσα να περάσουν από δίπλα τους τρεις ομάδες γυναικών που κουβαλούσαν χειροφτιαγμένα από ξύλα φορεία. Ανά δύο οι γυναίκες κατέβαιναν το βουνό, μεταφέροντας από έναν τραυματία. Έσταζε το αίμα τους και ευλογούσε το χιόνι. Ίσως γι΄ αυτό δεν είχαν τόσο κοκαλώσει τα δάκτυλα των ποδιών τους και συνέχιζαν να περπατούν. Αν ήταν συνηθισμένες γυναίκες, θα είχαν κοπεί τα δάκτυλά τους, αν ήταν συνηθισμένοι στρατιώτες δεν θα έψελναν τον εθνικό ύμνο ενώ ψυχορραγούσαν…
Από τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα αντρειωμένη, Χαίρε ω Χαίρε Ελευθεριά… Οι λέξεις για λίγα λεπτά αιωνιότητας συνόδευσαν τις γυναίκες που ανέβαιναν το βουνό με νέα ορμή πια. Άντεχαν, τυλιγμένες μέσα στην δαφνοστεφανωμένη ηλιαχτίδα του έθνους, άντεχαν τα βάρη από τα σακιά και από τα εχθρικά τα βόλια…
Δεν κατάλαβα πως προσπάθησα να τους μιλήσω. Αλλά το έκανα, μια και άκουσα την ίδια μου την φωνή να λέει: Θα σας παινέψουν στα κατοπινά χρόνια οι απόγονοί σας, δεν θα σας ξεχάσουν. Θα γράψουν για εσάς ποιητές και συγγραφείς. Όπως ο Νικηφόρος Βρεττάκος που είπε για εσάς: «Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ΄ ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ΄ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ΄ την άλλη».
Φώναξα τις λέξεις μια, δυο, τρεις, άπειρες φορές, μα οι Ελληνίδες δεν με άκουγαν. Και γιατί να με ακούσουν, και γιατί να δώσουν σημασία στις λέξεις μου; Αυτές οι γυναίκες δεν πήγαιναν να βοηθήσουν για την υστεροφημία τους, πήγαιναν να σώσουν το έθνος μας!
Ξαφνικά, συνειδητοποιώντας την ασημαντότητα της δικής μου παραμονής στην Ελλάδα, ντράπηκα μέχρι τα κατάβαθά μου. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, σαν σκέφτηκα ότι με το δίκιο τους αυτές οι Ελληνίδες αν μπορούσαν να με δουν, θα με κοιτούσαν με περιφρόνηση. Και θα είχαν όλα τα δίκια της γης και του ελληνισμού με το μέρος τους. Τόσο πολύ έκλαψα, που πρήστηκαν τα μάτια μου. Όταν κάποτε κι άλλοτε κατάφερα να τα ανοίξω, όλες οι ηρωίδες μου είχαν εξαφανιστεί. Είχα ξεμείνει πίσω στο παρόν μόνη μου, να ακούω τους σύγχρονους μου που ποτέ δεν υπηρέτησαν το έθνος μου, να μιλούν για το Έπος του 1940. Και, αν είναι δυνατόν, η ντροπή μου έγινε ακόμα μεγαλύτερη και με έστειλε στον φριχτό πραγματικό κόσμο μου, που είναι ο χειρότερος εφιάλτης της Ελλάδας…
Νίκη Μάρκου -συγγραφέας (φωτογραφίες από το διαδίκτυο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου